«Δεν υπάρχει μια Ελλάδα σήμερα (όπως και χθες και προχθές...) αλλά δέκα εκατομμύρια περίπου. Δηλαδή, όσοι είναι οι Έλληνες. Ο κάθε Ελληνας είναι μια διαφορετική Ελλάδα. Έτσι κι εγώ, σαν μια ιδιαίτερη Ελλάδα, υπήρξα εξ απαλών ονύχων η Ελλάδα που ταυτίστηκε με τον μαγικό σπάγκο. Και ταυτίστηκα μαζί του για πάντα!
Πριν από ογδόντα χρόνια, δηλαδή όταν ήμουν δέκα ετών, ο πατέρας μου, δημόσιος υπάλληλος, μετατέθηκε από τα Γιάννενα στο Αργοστόλι. Οι Κεφαλλονίτες τότε, σε σχέση με τους Ηπειρώτες, έπιαναν πουλιά στον αέρα. Δηλαδή, ήταν οι πανέξυπνοι Έλληνες, όπως είναι όλοι οι Έλληνες σήμερα. Σε αντίθεση με τους Ηπειρώτες που ήταν αφελείς και που, όπως φαίνεται, με επηρέασαν τόσο πολύ ώστε να γίνω κι εγώ αφελής και να παραμείνω ως σήμερα αφελής - παρ' όλες μου τις προσπάθειες να πιάνω κι εγώ πουλιά στον αέρα, όπως τελικά το πέτυχε το 99% των συμπατριωτών μου.
Φαίνεται πως εκείνος ο μαγικός σπάγκος με διαμόρφωσε τελεσίδικα, μια για πάντα. Και όταν σε λίγο θα με δείτε να δύω πίσω από τα Λευκά Όρη της Κρήτης, στην πραγματικότητα δεν θα είμαι εγώ αλλά ο μαγικός σπάγκος! Καλά το καταλάβατε, αγαπητοί μου αδελφοί, και σας συγχαίρω. Ποιος όμως είναι αυτός ο μαγικός σπάγκος;
Στα Γιάννενα πήγα στην πρώτη και δεύτερη τάξη του Δημοτικού. Με τα άλλα παιδιά δεν είχα πρόβλημα. Ίσως γιατί ήσαν κι αυτά αφελή όπως κι εγώ, όπως εξάλλου όλη η Ήπειρος, που πέρασαν χρόνια για να γίνουν κι αυτά ικανά να πιάνουν πουλιά στον αέρα, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες.
Στο Αργοστόλι τα πράγματα ήταν προχωρημένα. Όταν βγήκα στη γειτονιά να παίξω με τα γειτονόπουλα, φάνηκε αμέσως η μεγάλη διαφορά μου. Όλα τα παιδιά μαζί, με μια σκέψη, κατάλαβαν ότι είμαι βλάκας! Μόλις άνοιξα το στόμα μου, η βαριά ηπειρώτικη προφορά μου τα έκανε να γελούν και να βεβαιωθούν για την κατωτερότητά μου. Κλείστηκα έντρομος στο σπίτι, έως ότου αποφάσισα να αντεπιτεθώ.
Ο θείος μου, πρόξενος στην Αλεξάνδρεια, μου είχε στείλει ένα δώρο εντυπωσιακό: ένα αεροπλανάκι! Στην ουσία δεν ήταν παρά ένα ποδήλατο με τρεις ρόδες, φτερά αεροπλάνου και έναν έλικα που γύριζε μαζί με τις ρόδες. Κάθε απόγευμα τα παιδιά κατέβαιναν στην προκυμαία, στην πλατεία Μέτελα, να παίξουν ποδόσφαιρο ή να ψαρέψουν. Πήρα λοιπόν το αεροπλανάκι μου και κατέβηκα στην πλατεία καμαρωτός- καμαρωτός. Τα παιδιά έμειναν άφωνα. Είχα πάρει την εκδίκησή μου!
Ενα απόγευμα, όμως, ύστερα από λίγες μέρες, δεν μου έδωσαν καμία σημασία· ανεβασμένα στο παραπέτο, έριχναν έναν σπάγκο στη θάλασσα και κάθε λίγο φώναζαν όλα μαζί: «Είναι μεγάλο! Πρόσεχε μη σου φύγει!». Είχαν και δυο-τρεις κουβάδες, όπου δήθεν έριχναν τα ψάρια που έπιαναν, χωρίς φυσικά να μπορώ εγώ να τα δω. Αυτό συνεχίστηκε για μερικές μέρες.
Κάποιο απόγευμα που κατέβηκα, όπως πάντα, στην προκυμαία με το αεροπλανάκι μου αποφάσισα να σταματήσω δίπλα τους ενώ εκείνα φώναζαν: «Είναι πολύ μεγάλο! Δέκα οκάδες! Προσέξτε!».
Εγώ, βαρύς Ηπειρώτης όπως ήμουν, ρώτησα:
«Μα πώς πιάνετε τόσο μεγάλα ψάρια;».
Τότε ένα παιδί μού δείχνει ένα κουβάρι σπάγκο και μου λέει:
«Αυτός ο σπάγκος είναι μαγικός. Αυτός τα πιάνει».
«Μου τον δίνεις;» του λέω.
«Κι εσύ τι θα μου δώσεις;».
«Ο,τι θέλεις».
«Θέλω το αεροπλάνο σου».
Του δίνω λοιπόν το αεροπλανάκι μου και παίρνω χαρούμενος τον μαγικό σπάγκο, με τον οποίο θα έπιανα πολύ μεγάλα ψάρια. Όταν γύρισα στο σπίτι, η μαμά μου με ρώτησε:
«Πού είναι το αεροπλάνο σου;».
Τότε εγώ, περήφανος, της δείχνω το κουβάρι και της λέω:
«Το έδωσα και πήρα αυτόν τον μαγικό σπάγκο!».