«Να είχα τρόπο να ήμουνα σ΄ ένα μοναστήρι. Έχω στεναχωρηθεί. Στον κόσμο αυτό δεν βρήκα άνθρωπο σαν την καρδιά μου. Όλο κακοί αθρώποι. Ο κόσμος δεν γίνεται ποτέ καλός.
Μα θα μου πεις. Δεν μπορεί, όλοι κακοί θα είναι στον κόσμο; Τέλος πάντων, απ΄ τη ζωή που έχω διέλθει κι έχω δει κι έχω ακούσει, κι έχω φτιάξει μέχρι τώρα, ούτε και στον εαυτό τον δικό μου δεν έχω μπέσα μεγάλη.
Μόνο στον Θεό. Να πάω, να είμαι μοναχός μου. Να΄ ναι τα παιδιά μου, να ζούνε εντάξει, να τα χαίρομαι σαν πατέρας, όμως θέλω να είμαι μοναχός μου. Ή βρώμικος θα είμαι ή αλανιάρης ή ελεεινός και τρισάθλιος, να πεθάνω μια μέρα ήσυχα. Εκεί μέσα, εκεί μόνος μου να ησυχάσω. Το σκέπτομαι αυτό το μοναστήρι από πολύ καιρό. Ρώτα τη γυναίκα μου. Είναι χρόνια τώρα που το μελετώ.
Εγώ δηλαδή, δεν λέω να πάω να γίνω μοναχός ή καλόγερος τώρα. Όχι. Εκεί να πάω ν΄ αράξω. Να πάω να πω του ηγούμενου, αυτουνού που έχουν εκεί πέρα, ότι ξέρεις τίποτε πάτερ, έχω μετανοήσει από τη ζωή που έχω κάνει κι έρχομαι εδώ ν΄ αράξω, να μου δίνεις ένα πιάτο φαγί, ώσπου να΄ ρθει η ώρα να μου βγει η ψυχή, να πάω κατά κάτω. Τόσο πολύ που ζητάω την ησυχία.
Να πάω να δουλεύω μέσα σ΄ ένα μοναστήρι που έχει κάτι περιβόλια ωραία, δέντρα, τέτοια πράματα. Να κάθομαι να τρώω, κι άλλες μέρες να μη σηκώνομαι, τεμπέλης. Θα μου πεις, μια βδομάδα τέτοια ζωή και θα τη βαρεθώ. Μα να μου δώσει ο Θεός φώτιση.
Μ΄ άρεσαν τα γράμματα σου είπα, η μουσική και τα λουλούδια. Αχ ναι, τα λουλούδια. Μέχρι τώρα ακόμα έχω εκεί στης ανηψιάς μου γλάστρες με φούλι, με γιασεμί, με τριανταφυλλιές, με γαρυφαλλιές τέτοια πράματα. Πάντως εγώ πιστεύω ότι είναι καθαρή η ψυχή μου. Κακό δεν έκανα σε κανένα. Το μόνο που κυνηγούσα γυναίκες που ήμουνα νέος. Μ΄ αρέσανε. Άλλο τίποτες δεν είχα κάνει. Αυτά είναι τα εγκλήματά μου που έχω κάνει στη ζωή.
Με το μπουζούκι τα έχασα όλα, λέρωσα τα΄ όνομά μου και τα κέρδισα όλα! Το χρήμα όμως δεν τα΄ αγαπάω δηλαδή. Όμως το έχω παράπονο. Όλοι αυτοί οι μεγαλομπουζουξήδες είναι αχάριστοι. Έπρεπε αυτοί κάθε μέρα, να΄ χουνε ένα καντήλι κάτω απ΄ τον Άγιο Μάρκο. Μπορεί να΄ χουνε αξία.
Αλλά ήμουνα εγώ πρώτος που έστρωσα το τραπέζι και τους είπε ορίστε καθήστε να φάμε. Εγώ με τόσα λεφτά θα πήγαινα να΄ κανα ένα γηροκομείο, να΄ βαζα μέσα τους φτωχούς και τους φουκαράδες που δεν έχουν που την κεφαλή κλείνει.
Ξεφτιλίστηκαν από τα λεφτά τα πολλά. Δεν το ξέρεις ότι τα λεφτά είναι που ξεφτιλίζουν τελείως; Άμα έχεις λεφτά ντρέπεσαι ποτές; Εγώ καταλαβαίνω ότι άμα έχει λεφτά δεν ντρέπεσαι. Εκείνος που είναι φουκαράς ντρέπεται. Ξέρω έναν, ας μην αναφέρουμε όνομα, που του λένε:
-Γαμιέσαι
-Είναι τιμή μου
-Βρε παληοπούστη, κουφάλα, γαμιέσαι
-Τιμή μου είναι κύριε, έτσι λέει.
Εγώ δεν είδα ούτε ένα πράσινο φύλλο απο κανένα τους κι ας μου είχανε τάξει τόσα και τόσα".