Χαζεύω τα γλυκερά κείμενα στο Ιντερνέ που μιλάνε για μουλιασμένα μπανιερά και ασυνήθιστα κοχύλια, γι΄ αρμυρές αναμνήσεις που συλλέχθηκαν σε ερημικές αμμουδιές και προκυμαίες και ενθουσιώδεις ταξιδιώτες σε πλοία βραδυνά και για πράγματα που καταλήγουν στο τέλος προβλέψιμα, σε μικρές θερινές ήττες. Το καλοκαίρι συγχωρεί κάθε βαθμό ατομικής δυστυχίας που περιβάλλεται από ένα θνησιγενές έπος.
Επιστρέφουν όλοι μετά, λυγισμένοι κάτω από το βάρος του χρόνου. Έχοντας αφήσει οριστικά πίσω τους κάθε δυνατότητα αποκάλυψης. Εξ ου και η αδέσποτη μελαγχολία τους, που ήρθαν για λίγο αντιμέτωποι με την άβυσσο.
Άβολα πράγματα…
Τους υποδεχόμαστε εμείς που δεν είχαμε κάπως να πάμε πουθενά - άντε βαρειά ένα Καλαμάκι - με τη βαθειά και τρυφερή γνώση, πως αν ο Θεός ήθελε να ξαναφτιάξει τον κόσμο, θα απελευθέρωνε την μοναξιά των ανθρώπων, μήπως και κάποια στιγμή, ο καθένας, θα αποχαιρετούσε μεσοπέλαγα τους μορφασμούς της στειρότητας και θα επέστρεφε ξανά στον εαυτό του.
Γιώργος Χατζηδημητρίου