Στην αρχή τα είχε τελείως χαμένα. Άμαθος καθώς ήταν σε τέτοιες συνθήκες, σκέφτηκε διάφορα. Ακόμα και το χειρότερο. Όμως, αυτό το τελευταίο, το να κόψει το νήμα της ζωής του, το απόδιωξε γρήγορα από τον νου του. Βλέπετε, είχε ακούσει πολλές φορές τους μεγαλύτερούς του να μιλάνε για τους Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία, που, όσο φριχτά γεγονότα κι αν έζησαν, ποτέ και κανείς τους δεν κατέφυγε σ’ αυτήν τη χειρότερη λύση, που μάλλον δεν είναι καν λύση, αλλά ένα ακόμη πρόβλημα για τα αγαπημένα πρόσωπα που απομένουν. Οπότε, είχε καταλήξει πως δεν του απόμενε κάτι άλλο από το να ζήσει και να παλέψει. Κρατώντας όσο γινόταν πιο ακέραιη την αξιοπρέπειά του.
Φρόντισε, λοιπόν, αμέσως να εξασφαλίσει ένα «σπίτι», κάτι που θα μπορούσε να τον προστατεύσει κάπως όχι μόνο από το χειμωνιάτικο κρύο και τη θερινή ζέστη, αλλά κυρίως από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, που δεν παύουν ποτέ να στυλώνουν τις ματιές τους χωρίς να νοιάζονται για το αν φέρνουν το πρόσωπο που παρατηρούν σε θέση ακόμα πιο δύσκολη από αυτήν που βρίσκεται ήδη.
Το πρόβλημα έλυσε η τεράστια χαρτονένια συσκευασία ενός ψυγείου που είχε αγοραστεί από κάποιον στη γειτονιά. Bρήκε το μεγάλο κουτί ένα πρωί ακουμπισμένο σ’ έναν κοντινό κάδο και το άρπαξε αμέσως. Το έβαλε κάτω από τη στέγη που προεξείχε πιο πολύ απ’ όλες τις άλλες εκεί γύρω κι ένιωσε ξελαφρωμένος. Πράγματι, τη νύχτα που το δοκίμασε, που χώθηκε μέσα και κοιμήθηκε, είδε πως τα είχε καταφέρει. Είχε σταθεί τυχερός και αρκετά γρήγορα μάλιστα.
Η μέχρι πριν από λίγο συσκευασία- τώρα σπίτι του τον χώρεσε από την πρώτη στιγμή. Γιατί τον καιρό της ευμάρειας έτρωγε περισσότερο και καλύτερα και στη συνέχεια έτρεχε στα γυμναστήρια για να τα καταφέρει να κρατηθεί λεπτός. Αυτό απαιτούσε η θέση του στην επιχείρηση που είχε ο ίδιος· να είναι ευπαρουσίαστος για να τον βρίσκουν ευχάριστο οι πελάτες. Τώρα δεν χρειαζόταν να καταβάλει καμία προσπάθεια για να ‘ναι λεπτός, μια που, στην αρχή, είχε φτάσει σε σημείο που ποτέ δε φανταζόταν: να ψάχνει στα σκουπίδια να βρει κάτι για να ξεγελάσει την πείνα του. Ευτυχώς όμως η εκκλησία της γειτονιάς, βλέποντας πως ο αριθμός των «αναξιοπαθούντων» μεγάλωνε διαρκώς, ανασκουμπώθηκε αρκετά γρήγορα, εξασφαλίζοντας ένα πιάτο φαγητό, καλομαγειρεμένο μάλιστα, για να χορτάσουν την πείνα τους.
Έτσι, λοιπόν, διαμορφώθηκαν οι συνθήκες της καινούριας του ζωής. Κι η κάθε μέρα που ξημέρωνε τον έβρισκε ευχαριστημένο που ζούσε. Και ο πρώην επιχειρηματίας- τώρα άστεγος δόξαζε τον Θεό για την κάθε μέρα που τον έβρισκε ζωντανό, τον δόξαζε όπως ποτέ ως τώρα. Γιατί η ζωή του είχε σκιστεί στα δύο: ένα γεμάτο πριν, όπου δεν πρόφταινε να εκτιμήσει τα καλά που είχε, κι ένα αδειανό από υλικά αγαθά τώρα, όπου καταφέρνει να ζει και αυτό αξίζει ένα μεγάλο «Δόξα Σοι».
Στη συνέχεια…
Μα δεν ήταν μονάχα αυτή η αλλαγή που προέκυψε στη ζωή του. Ξαφνικά του είχε περισσέψει πολύς χρόνος. Στην πραγματικότητα του περίσσευε όλος ο χρόνος του και αυτό τού ήταν τελείως πρωτόγνωρο και πρωτοφανές. Γιατί πριν δεν πρόφταινε καν να υποψιαστεί πως θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε άνθρωπο, τώρα αυτό συνέβαινε στον ίδιο. Θα ‘λεγε κανείς πως άδειασε η μέρα του, η ίδια η ζωή του. Αυτό ήταν το πιο αβάσταχτο γι’ αυτόν, το να ζει μια άδεια ζωή. Το συνειδητοποίησε αμέσως: μόλις άρχισε να μην έχει πια να τρέξει για τη δουλειά του και όλα όσα σχετίζονταν μ’ αυτήν, τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται την ιστορία που είχε ακούσει, νέος ακόμα, για τον γέροντα που, όταν ρωτήθηκε τι καταφέρνει ζώντας μέσα στην έρημο, έβαλε σε ένα δοχείο νερό και ζήτησε από αυτούς που τον ρώτησαν να κοιτάξουν καλά μέσα στο νερό. Κι ενώ οι άνθρωποι στην αρχή δεν έβλεπαν τίποτε, μόλις το νερό ηρέμησε εντελώς, είδαν σαν σε καθρέφτη τα πρόσωπά τους.
-Αυτό παθαίνουν και όσοι τρέχουν ολημερίς για πράγματα τελείως δευτερεύοντα κι επουσιώδη: ζώντας μέσα στον θόρυβο και τη φασαρία, χάνουν εντελώς τον ίδιο τον εαυτό τους. Και μόνο όποιος καταφέρνει να αποσυρθεί και να κοιτάξει επιτέλους μέσα του, μόνον αυτός γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι…
Έτσι, λοιπόν, κι ο δικός μας άστεγος, αυτός που βρέθηκε στον δρόμο από την καλή του την καρδιά, άρχισε σιγά- σιγά να σκάβει μέσα του και να ψάχνει τον χαμένο του εαυτό. Και τότε ήταν που ξύπνησαν μέσα του όλες εκείνες οι πολλές ιστορίες που είχε διαβάσει όταν ζούσε στο πατρικό του σπίτι, το γεμάτο ζεστασιά και βιβλία. Αλλά, επειδή δεν τις θυμόταν όλες καλά, ένα πρωινό αλλιώτικο από τ’ άλλα, αφού περιποιήθηκε τον εαυτό του όσο πιο καλά μπορούσε, το τόλμησε· τόλμησε να περάσει το κατώφλι της δημόσιας Βιβλιοθήκης της γειτονιάς του. Ευτυχώς που η υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης δεν τον απέκλεισε· λίγο τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του, περισσότερο ο γεμάτος αληθινή ευγένεια τρόπος του, της έδωσαν να καταλάβει πως σίγουρα ήταν ένας καλοβαλμένος άνθρωπος που είχε ξεπέσει. Κι όχι μόνο τον δέχτηκε, αλλά, στη συνέχεια, τον χαιρόταν ιδιαιτέρως όσο εκείνος, αποσυρμένος στην ίδια πάντοτε γωνιά του αναγνωστηρίου, διάβαζε τις ιστορίες του· άλλες από αυτές - όσες δεν ήξερε- για πρώτη φορά, άλλες –αυτές που δε θυμόταν καλά- για δεύτερη και τρίτη φορά, διαπιστώνοντας πως αυτές, τις τελευταίες, τώρα τις καταλάβαινε πολύ καλύτερα. Και τις αγαπούσε περισσότερο.
Αλλά οι Βιβλιοθήκες του κόσμου έχουν ωράριο λειτουργίας και οι νύχτες είναι μακριές. Έτσι, ο άστεγος ο δικός μας, τις ώρες της νύχτας που δεν κοιμόταν, έλεγε τις ιστορίες του στον εαυτό του. Όχι για να νανουρίζεται, αλλά το αντίθετο· για ν’ αγρυπνάει και να μένει σε εγρήγορση. Και, σιγά- σιγά και χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να τις λέει και στους άλλους. Πρώτα στους άστεγους της γειτονιάς του, που, ακούγοντάς τες, άρχισαν να ξεμουδιάζουν και να ζωντανεύουν ασυνήθιστα. Κι επειδή ο άστεγος τον άστεγο δε φθονεί –δεν είναι σαν τους άλλους που έχουν το σπίτι τους και ζηλεύουν τον άλλον που έχει μεγαλύτερο κι εντυπωσιακότερο από το δικό τους-, δεν άργησαν καθόλου να του το δείξουν πόσο πολύ ήθελαν τη συντροφιά του. Κι ο άστεγός μας άλλο που δεν ήθελε· λιγότερο για τον εαυτό του και περισσότερο για τους άλλους, που φίλους του τους ένιωθε και όλο και πιο πολύ δενόταν μαζί τους.
Κι επειδή ο λόγος πολλαπλασιάζεται σαν τον σπόρο, άρχισε να εξαπλώνεται η φήμη του παντού, σε όλα τα στέκια των αστέγων. Κι όλοι θελαν να τον δουν, μα, προπαντός, όλοι θελαν να τον ακούσουν αυτόν τον άνθρωπο που, με τις παραβολές και τις ιστορίες που έλεγε, έκανε τον χρόνο να κυλάει πιο ευχάριστα, σκορπίζοντας απλόχερα την παρηγοριά σε κάθε άνθρωπο που η ζωή δεν του είχε χαμογελάσει πλατιά.
Και, καθώς είχε γίνει περιζήτητος και οι ανάγκες πίεζαν, ο καλός μας άστεγος έφτιαξε ένα πρόγραμμα, που θα μπορούσαμε άνετα φιλολογικό να το ονομάζαμε, αν δε φοβόμασταν τις αντιδράσεις των ανθρώπων που σπούδασαν τη φιλολογία κι αρνιούνται να αποκαλέσουν φιλόλογο τον μη ειδικό, όσο κι αν αγαπάει τον λόγο. Έτσι, λοιπόν, γέμισε η μέρα του με καθημερινή προσφορά παρηγοριάς σε όλους όσους την είχαν ανάγκη αυτήν την παρηγοριά. Κι ο άστεγός μας, που γινόταν ολοένα και καλύτερος αφηγητής, ήταν, κατά γενική ομολογία, ο καλύτερος ομιλητής που είχαν ποτέ τους ακούσει όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δε ζούσαν πάντοτε στο περιθώριο της ζωής. Και δεν ξέρουμε αν ήταν πολλοί εκείνοι που κατάλαβαν τον λόγο: πως αυτός τα έλεγε καλύτερα, απλώς γιατί δεν τους έλεγε ξένα παραμύθια, αλλά όσα τους αφηγούνταν είχαν μεγάλη σχέση με τη δική του ζωή, γι’ αυτό και τα έλεγε μέσα από την καρδιά του. Και, ως γνωστόν, οι ακροατές καταλαβαίνουν πότε μιλάνε μόνο τα χείλη και πότε μιλάει η ίδια η καρδιά…
Έτσι, λοιπόν, έκανε ο ήρωας της ιστορίας μας και ξεχείλισε η καρδιά του από πλούτο· πλούτο όχι υλικό και εφήμερο, αλλά αληθινό και αιώνιο. Γιατί ποιος είναι πιο πλούσιος από τον άνθρωπο που μπορεί να σκορπίζει τόση παρηγοριά, ποιος είναι πλουσιότερος από αυτόν που κάνει το χαμόγελο να ανθίζει σε πρόσωπα σκυθρωπά και συννεφιασμένα και ποιος είναι στ’ αλήθεια πιο σημαντικός και πιο χρήσιμος από τον άνθρωπο που καταφέρνει και κρατάει όρθιους όλους αυτούς που έχουν βρεθεί στην πλευρά εκείνη της ζωής που τους χάρισε τον τίτλο του απόκληρου…;
Και, καθώς αυτό έκανε κι ο δικός μας απόκληρος, ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του βαθιά ευτυχισμένος, αφού η ζωή του είχε πια σκοπό και μάλιστα ο σκοπός της ήταν αληθινά υψηλός, αληθινά ευγενικός και πραγματικά ωραίος. Και, όπου, μα όπου κι αν έλεγε τις ιστορίες του, έκλεινε με την ίδια πάντοτε ιστορία για εκείνη την οικογένεια που ένα συνηθισμένο μεσημέρι κλήθηκε να διαλέξει ανάμεσα στον πλούτο, την ευτυχία και την αγάπη και, σε αντίθεση με τον πατέρα που διάλεξε τον πλούτο και τη μάνα που την ευτυχία προτίμησε, το μικρό κοριτσάκι, που Σόνια το λέγανε, την αγάπη διάλεξε, γιατί ήταν σοφό και ήξερε πως όπου υπάρχει αγάπη εκεί υπάρχει και η ευτυχία και ο πλούτος.
Κι έκλεινε με αυτήν την ιστορία ο δημοφιλής στους κύκλους των αστέγων ήρωάς μας για έναν και μοναδικό λόγο: γιατί είχε καταλάβει πια πολύ καλά πως η ευτυχία δεν κατοικεί στα ωραία και μεγάλα σπίτια, αλλά κατοικεί ακόμη κι έξω στον δρόμο και στα πεζοδρόμια, παντού όπου μένουν άνθρωποι που ξέρουν ν’ αγαπούν αληθινά και με απόλυτη ανιδιοτέλεια…
*Το κείμενο αυτό, πρώτη μου προσπάθεια να γράψω μια φανταστική ιστορία, θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Η παραμυθία των βιβλίων», αλλά δε γινόταν να προδώσει από την αρχή το τέλος της. Αφιερώνεται από καρδιάς:
-στη μαθήτριά μου Μιχαέλα Λίτσκα, που μου ενέπνευσε το κλείσιμο με τις ιστορίες, που ξέρουν να παρηγορούν και να λυτρώνουν,
-στους συγγραφείς, αλλά και στους διοργανωτές και στους εγκάρδιους χορηγούς, συγχαίροντάς τους για τη σπουδαία δράση «Η φαντασία πάει σχολείο», που πλούτισε τα σχολεία της Α/θμιας του νομού μας την εβδομάδα που μόλις πέρασε, αλλ’ αφιερώνεται και
-στα παιδιά του 2ου Δημοτικού Σχολείου Καστοριάς, όχι μόνο για την υπέροχη συζήτησή μας, αλλά κυρίως για τη θέρμη με την οποία αναγνωρίζουν τα πλεονεκτήματα των άλλων, δηλαδή για τη σπάνια, σπανιότατη α-φθονία τους…
Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, Δασκάλα στο Μαυροχώρι Καστοριάς
*Το κείμενο αναδημοσιεύεται από την εξαιρετική εβδομαδιαία εφημερίδα της Καστοριάς «Οδός» που εκδίδουν με μεράκι, άνθρωποι υψηλού ήθους και αισθητικής.