Περνούσε περίπου τέσσερις ώρες την ημέρα μπροστά στον καθρέφτη για να μακιγιαριστεί, αλλά τίποτα δεν την έκανε να αισθανθεί όμορφα. Είχε μισήσει τον εαυτό της. «Τέσσερα χρόνια είχα κλειστεί στο δωμάτιό μου και έβλεπα σημάδια στο πρόσωπό μου, τα οποία και η μητέρα μου και οι φίλοι μου δεν μπορούσαν να δουν», εξομολογείται.
Στα 15 της σταμάτησε να πηγαίνει ακόμη και στο σχολείο, φοβούμενη τις αντιδράσεις συμμαθητών και δασκάλων. Η μητέρα της προσπαθούσε να την μεταπείσει, την πήγαινε με το αυτοκίνητο ως την πόρτα του σχολείου, αλλά αυτή αρνιόταν να μπει μέσα. «Τα πρώτα τρία χρόνια δεν μπορούσαμε να πιστεύουμε ότι ήταν κάτι που μπορεί να θεραπευτεί. Ούτε καν ότι ήταν ασθένεια», εξηγεί η μητέρα της Σκάρλετ.
Ακολούθησε ένας Γολγοθάς ιατρικών επισκέψεων όπου έγιναν λάθος διαγνώσεις, που απέδιδαν το πρόβλημα σε «κοινωνική φοβία» ή «αγχώδη διαταραχή». Ένα χρόνο αργότερα και σε ηλικία 15 ετών έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας λαμβάνοντας υπερβολική δόση φαρμάκου. Και δεν ήταν η τελευταία, καθώς αποπειράθηκε να φύγει από τη ζωή ακόμη τρεις φορές ως τα 15 της.
Στη Βρετανία ένας στους 100 ανθρώπους πάσχει από Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας (Body Dysmorphic Disorder), μια αγχώδης και κλινική κατάσταση που στρεβλώνει την πραγματική εικόνα για τον εαυτό μας. Οι περισσότεροι δεν έχουν διαγνωστεί από γιατρό και παραμένουν αθεράπευτοι.
«Για παράδειγμα μία μικρή ουλή από τραυματισμό, η οποία πρόκειται να εξαφανιστεί με τον χρόνο, φαντάζει στους ανθρώπους με τη διαταραχή αυτή μεγάλο σωματικό ελάττωμα. Η Διαταραχή μπορεί να χτυπήσει σε οποιαδήποτε ηλικία. Πιο συχνά όμως ξεκινά στην εφηβεία» λέει στο BBC ο Ρομπ Ουίλσον, γνωσιακός – συμπεριφορικός ψυχοθεραπευτής και διευθυντής του Ιδρύματος Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας της Βρετανίας.
Η Αλάνα ξεκίνησε συστηματικά ψυχοθεραπεία και άρχισε να εμπιστεύεται άλλους ανθρώπους για την εξωτερική της εμφάνιση. Τους επέτρεπε να της κάνουν μακιγιάζ, να της φτιάχνουν τα μαλλιά και γενικά να την περιποιούνται. Μετά από πολύ καιρό αισθάνθηκε τόσο καλά που και για πρώτη φορά άφησε τον φωτογράφο μόδας Ράνκιν να τη φωτογραφίσει, στο πλαίσιο της εκστρατείας για την αντιμετώπιση της ΔΣΔ που γίνεται στη Βρετανία.
Τρόποι θεραπείας
Η σωστή διάγνωση ήταν και το σημείο καμπής για την Αλάνα, η οποία πρόσφατα και σε ηλικία 20 ετών βρήκε τη δύναμη και εμφανίστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή του BBC «Κανείς δεν είναι τέλειος». Με τον τρόπο αυτό ήθελε να ευαισθητοποιήσει το κοινό για τη Διαταραχή, όμως ο δρόμος προς τη θεραπεία είναι δύσβατος και χρειάζεται αρκετός χρόνος.
Τα άτομα που πάσχουν από τη Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας βασανίζονται καθημερινά και ατελείωτες ώρες από αρνητικές σκέψεις για τα πραγματικά ή υποκειμενικά ελαττώματά τους και αδυνατούν να τις ελέγξουν. Φυσικά δεν εμπιστεύονται κανέναν που τους διαβεβαιώνει είτε ότι είναι όμορφοι, είτε ότι η κατάστασή τους δεν είναι πραγματική.
Αν δεν αντιμετωπιστεί η κατάσταση, οι εμμονές μπορεί να προκαλέσουν έντονη συναισθηματική διαταραχή και να αποτελούν εμπόδιο σε καθημερινές δραστηριότητες και βαριά κατάθλιψη. Τα άτομα με ΔΣΔ αποφεύγουν τις κοινωνικές επαφές και απομονώνονται από αγαπημένα πρόσωπα επειδή φοβούνται ότι όλοι θα εστιάσουν στα ψεγάδια τους.
Η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει το άτομο σε πολλές περιττές πλαστικές επεμβάσεις, με τις οποίες νομίζουν ότι θα διορθώσουν την εμφάνισή του, όμως η ικανοποίηση από το αποτέλεσμα είναι κάτι το ανέφικτο, ακόμη και αν η επέμβαση έχει τέλειο ή ακριβώς το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η διάγνωση είναι το πρώτο μεγάλο βήμα για την αποδοχή της θεραπείας. Εξειδικευμένοι ψυχίατροι ή ψυχολόγοι μπορούν να βοηθήσουν. Σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζεται ακόμη και φαρμακευτική αγωγή. Η πιο δοκιμασμένη και επιτυχημένη μέθοδος είναι η γνωσιακή ψυχοθεραπεία.
Στη γνωσιακή θεραπεία τα άτομα εξοικειώνονται με τις δομές της πραγματικής σκέψης και εκτίμησης του εαυτού τους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας συνεχούς εξερεύνησης και επεξεργασίας των αρνητικών μοτίβων σκέψης που κρατούν τα προβλήματα στην επιφάνεια.
Επίσης, χρησιμοποιείται η μέθοδος που ονομάζεται ψυχοδυναμική θεραπεία. Η μέθοδος αυτή εστιάζει στο να βοηθήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν τα προβλήματά τους αλλάζοντας τον τρόπο σκέψης τους. Και οι δύο μέθοδοι μπορούν να έχουν αποτελέσματα μετά από έξι μήνες ή ακόμη και δύο χρόνια.