Κατέλαβαν το Πολυτεχνείο, κλείστηκαν μέσα κι έριξαν το σύνθημα «Λευτεριά ή Θάνατος». Έγινε χαμός, πέσανε κορμάκια παιδιών, αλλά μαζί και η πρώτη χούντα, ήρθε η δεύτερη, αλλά δεν είχε κότσια να κρατηθεί. Εκφρασμένη πια η αντίθεση της νεολαίας και του λαού, έμπαινε σα φουρτουνιασμένη θάλασσα στο ύφαλο ρήγμα της χούντας.
Αφού λοιπόν πούλησε την Κύπρο στους Τουρκοαμερικάνους, έπεσε κι αυτή, κι από τότε κάθε Νοέμβρη γιορτάζουνε την επέτειο του Πολυτεχνείου, και όλη η ηγεσία των πολιτικών κομμάτων πηγαίνει και καταθέτει στεφάνια και βγάζουν λόγους για τα ηρωικά παιδιά του Πολυτεχνείου και για το ποιος τους εκμεταλλεύεται καλύτερα, ξεχνώντας ότι λέγανε, θα μας κάψετε, τσογλάνια, με τις τρέλες σας, διότι όλων η γραμμή ήταν σύνεση και όχι σύγκρουση, τι να πεις…
Ρε συ, ύστερα, να πούμε, από εφτά χρόνια δικτατορίας, ξαναβρικολάκιασε όλο το φάσμα της πολιτικής ηγεσίας, κι αφού φάγανε όλη σχεδόν την ηγεσία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τη μόνη ελπίδα για μια βαθιά ανανέωση της πολιτικής ζωής που γέννησε η ελληνική κοινωνία μετά την Εθνική Αντίσταση, ξαναβγήκαν στα μπαλκόνια σα να μην έτρεξε τίποτα, σα να πούμε, τα εφτά χρόνια μιας ηλίθιας δικτατορίας ήταν ένα όνειρο κι όχι ένα όνειδος για όλους τους πολιτικούς και για όλα τα κόμματα. Χεσ’ τα…
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου "Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;", εκδόσεις Γράμματα