Ruth Orkin. Μια νεαρή γυναίκα βαδίζει στο πεζοδρόμιο μιας ιταλικής πόλης. Το βήμα της είναι γοργό χωρίς να τρέχει, το βλέμμα της αποφεύγει τα λαίμαργα βλέμματα των ανδρών. Είναι η πιο γνωστή φωτογραφία της Orkin. Τραβηγμένη το 1951 στη Φλωρεντία περιγράφει σε ένα κλικ την αποφασιστικότητα της γυναίκας - φίλης της φωτογράφου - αλλά και την διαφορά ζωτικότητας ανάμεσα στον αμερικανικό τρόπο ζωής, που εκπροσωπεί εκείνη και τον κουρασμένο ευρωπαϊσμό που εκπροσωπούν οι άνδρες την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Orkin, γεννημένη το 1921 στη Βοστόνη, ανήκει στη γενιά εκείνη των φωτογράφων που εισήγαγαν στην Αμερική το μοντέλο του ποιητικού ρεαλισμού αλλά ευρωπαϊκά.
Nan Goldin. Η φωτογράφος που αποτύπωσε την ατμόσφαιρα της «δύσκολης» Νέας Υόρκης τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, πριν η μεγαλούπολη μεταμορφωθεί σε ένα απέραντο λούνα-παρκ για πλουσίους. Οι εικόνες της, σκοτεινές και παράδοξες, αποκαλύπτουν ένα κλειστοφοβικό σύμπαν σεξουαλικής παραβατικότητας, καταχρήσεων, ψυχικής αστάθειας και βίας. Η δουλειά της Goldin εξελίχθηκε από τη δεκαετία του ’80. Από ημιερασιτεχνική, με μοντέλα φίλους και γνωστούς της φωτογράφου από την underground σκηνή, έγινε πιο δομημένη και περίπλοκη –κατά άλλους πιο αδύναμη. Τόσο, που πλέον η Goldin αποτελεί λογική επιλογή για οίκους μόδας που επιδιώκουν να προσδώσουν έναν πιο risqué χαρακτήρα στις καμπάνιες τους.
Diane Arbus. Η θεματολογία της αποκαλύπτει τη σαγήνη που ασκούσε επάνω της το περιθώριο – πόρνες, τραβεστί, ηλικιωμένοι, καλλιτέχνες του τσίρκου, παιδιά και άνθρωποι με αναπηρίες αποτελούσαν τα αγαπημένα μοντέλα της φωτογράφου τα πρώτα χρόνια της καριέρας της ως τη δεκαετία του ’60. Σε συνδυασμό με τη φορμαλιστική προσέγγισή της, το αποτέλεσμα μοιάζει με χαστούκι στο πρόσωπο, μια επίθεση κατά μέτωπο στη μικροαστική αισθητική. Στη συνέχεια η Diane Arbus ακολούθησε μια πιο συμβατική πορεία. Συνεργάστηκε με έντυπα όπως το Harper’s Bazaar, το Sunday Times Magazine, το Esquire για τα οποία φωτογράφισε κυρίως καλλιτέχνες στους δικούς τους χώρους. Όμως, μια τελευταία σειρά φωτογραφιών ανθρώπων με ψυχικές διαταραχές, λίγο πριν η ίδια θέσει τέλος στη ζωή της το 1971, επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη οπτική της, έναν ύμνο στην θνητότητα και στην ανθρώπινη αδυναμία.
Annie Leibovitz. Είναι η σταρ της δεκάδας, η φωτογράφος που έχει στο ενεργητικό της τα περισσότερα εξώφυλλα, τα περισσότερα πορτρέτα διασημοτήτων, τις περισσότερες διαφημιστικές καμπάνιες, τα υψηλότερα κασέ. Ο λόγος για την Annie Leibovitz, τη βετεράνο του φακού που ανάμεσα στους «πελάτες» της συγκαταλέγονται όλοι οι αμερικανοί πρόεδροι των τελευταίων δεκαετιών. Βέβαια, η φήμη της Leibovitz, ακόμα και σήμερα, βασίζεται περισσότερο στις φωτογραφίες της δεκαετίας του ’70, όταν ανήκε στο δυναμικό του Rolling Stone, πριν μεταπηδήσει στο Vanity Fair και το όνομά της γίνει συνώνυμο του power-photography. Τότε που μέσα από το κλείστρο της μηχανής της στόχευε τον Τζον Λένον και τον Μικ Τζάγκερ στα ωραία τους και όχι την απισχνασμένη Αντζελίνα Τζολί ως μέρος ενός tableau vivant όπου τον πρώτο λόγο έχουν επώνυμες τσάντες.
Αυτοδίδακτη, ένα πραγματικό παιδί των δρόμων, η Helen Levitt, γεννημένη το 1913, δίδαξε στον κόσμο το νόημα του street photography. Τα πορτρέτα ανώνυμων ανθρώπων κάθε ηλικίας και απόχρωσης στους δρόμους της Νέας Υόρκης της έφεραν αναγνώριση εκ μέρους των ειδικών - έργα της συμπεριλήφθηκαν στην πρώτη έκθεση φωτογραφίας του MoMA το 1939 - όμως το όνομά της παρέμεινε σχετικώς άγνωστο. Στη διάρκεια της καριέρας της – 7 δεκαετίες περίπου - η Levitt αποτύπωσε στο φωτογραφικό χαρτί τους κατοίκους της αγαπημένης της μητρόπολης με ιδιαίτερη έμφαση στα παιδιά, τα οποία κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δουλειά της. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της δουλειάς της Levitt χάθηκε οριστικά όταν τη δεκαετία του ’70 άγνωστος διέρρηξε το στούντιό της και έφυγε παίρνοντας μαζί του φωτογραφίες και αρνητικά.
Τη Shirin Neshat δεν τη λες ακριβώς φωτογράφο. Η Ιρανή video artist και φωτογράφος, κινείται απαρέγκλιτα στον χώρο της «υψηλής» τέχνης. Χρησιμοποιώντας μοτίβα, που απαντώνται στην ιρανική τέχνη, κυρίως στη μικρογραφία, και ψηφιακά μέσα, η 57χρονη καλλιτέχνης επιχειρεί να αναδείξει τις διαφορετικές παραμέτρους της γυναικείας εμπειρίας στον ισλαμικό κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι αισθητικά αναζωογονητικό και κοινωνικά ενδιαφέρον καθώς εικόνες γυναικών αντιπαραβάλλονται με ποιητικά κείμενα και σλόγκαν που «διαφημίζουν» τις μελλοντικές απολαβές των μαρτύρων του Ισλάμ.
Η Lalla Essaydi από το Μαρόκο εξερευνά το ίδιο έδαφος με τη Neshat, τον ρόλο της γυναίκας σε μια ισλαμική κοινωνία, αλλά και τον τρόπο που οι Δυτικοί αντιλαμβάνονται αυτό τον ρόλο. Οι γυναίκες στη δουλειά της γίνονται ένα με το περιβάλλον τους - τα πολύχρωμα ψηφιδωτά του Μαγκρέμπ, τα γεωμετρικά μοτίβα των κιλιμιών- σε σημείο να γίνονται αόρατες - τα όρια ανάμεσα στη γυναικεία φιγούρα και τον χώρο είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτα. Το μήνυμα της δουλειάς της Essaydi είναι οι γυναίκες - αντικείμενα, οι γυναίκες που δεν ορίζουν το σώμα τους - και ενισχύεται από την παρουσία κειμένων σε άψογη αραβική καλλιγραφία, μια τέχνη η οποία στο Μαγκρέμπ επαφίεται αποκλειστικά στα χέρια ανδρών.
Το έργο της Sally Mann προορίζεται σχεδόν αποκλειστικά για θέαση σε γκαλερί και μουσεία, ενδεχομένως και σε πολυτελείς εκδόσεις τέχνης. Όμως, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες «συναδέλφους» της, εκείνη εστιάζει στον κρυφό λυρισμό της ζωής στην αμερικάνικη suburbia. Πρωταγωνιστές στις φωτογραφίες της είναι ως επί το πλείστον έφηβες κοπέλες και μικρά παιδιά, συχνά γυμνά, τους οποίους συλλαμβάνει σε στιγμές «αυτοανακάλυψης» με έντονο το στοιχείο του αισθησιασμού. Οι εικόνες της Mann έχουν προκαλέσει συχνά επικριτικά σχόλια –το παιδικό γυμνό είναι για την ώρα θέμα-ταμπού στην πολιτισμένη Δύση- όμως οι οπαδοί της είναι ανένδοτοι όσον αφορά στην καλλιτεχνική αξία της δουλειά της, η οποία γνωρίζει απανωτές εκδόσεις και αποθεωτικές κριτικές.
Για την Tina Modotti απομένουν λίγα πράγματα για να πει κανείς. Η ζωή της, την έφερε από την Ιταλία όπου γεννήθηκε το 1896 στο Μεξικό της δεκαετίας του ΄20 του επαναστατικού πυρετού και των πολιτικών ζυμώσεων. Τα χρόνια που ακολούθησαν η Modotti ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά και καλλιτεχνικά, αποτυπώνοντας με το φακό της ιστορικά γεγονότα παγκόσμιου βεληνεκούς, επενδύοντας με καινούργιο νόημα της λέξη κοσμοπολιτισμός. Ο θάνατός της σε ηλικία 45 χρόνων από καρδιακή προσβολή γέννησε σοβαρές υποψίες - ακόμα και σήμερα πολλοί μιλάνε για πολιτική δολοφονία - όμως το όνομά της ζει μέσα από τα χιλιάδες φωτογραφικά καρέ που φέρουν την υπογραφή της.
Οι εικόνες της Francesca Woodman, παράδοξα ποιητικές, αποκρυσταλλώνουν τη βασανισμένη σχέση της φωτογράφου με τη θηλυκότητα και τον χρόνο. Άχρονες δίνουν την εντύπωση του ελλοχεύοντος κινδύνου, της ματαιότητας που ακυρώνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια. Το πορτφόλιο της δουλειάς της Woodman είναι δυστυχώς μικρό. Πέθανε σε ηλικία 22 ετών. Όμως οι εικόνες της, πολλές από αυτές με μοντέλο την ίδια, οδήγησαν μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών σε δρόμους πιο αυτοσχεδιαστικούς, πιο σκοτεινούς, ανήσυχους και, κυρίως, πιο ενδιαφέροντες.