Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο BMJ Open, ανέλυσε δεδομένα σχετικά με την πρόσληψη συμπληρωμάτων για περισσότερους από 21.600 αμερικανούς ενήλικες και βρήκε ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ των καταναλωτών πολυβιταμινών και όσους δεν τις χρησιμοποιούσαν, όσον αφορά της ανάγκης βοήθειας σε καθημερινές δραστηριότητες, το ιστορικό παθήσεων όπως αρτηριακή πίεση, άσθμα, διαβήτη και αρθρίτιδας, την ψυχολογία και τα προβλήματα υγείας όπως λοιμώξεις ή απώλεια μνήμης, μέσα στο τελευταίο έτος. Το 30% των τακτικών καταναλωτών πολυβιταμινών ωστόσο, παρουσίαζε μεγαλύτερη πιθανότητα να βαθμολογήσει τη συνολική του υγεία ως καλή, πολύ καλή ή ακόμη και εξαιρετική, κάτι που ίσχυε σε όλες τις φυλές, φύλα και σε κάθε μορφωτικό επίπεδο.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι η τακτική χρήση πολυβιταμινών και μετάλλων γινόταν κυρίως από μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες , με υψηλότερο εισόδημα σε σχέση με τους μη καταναλωτές, ενώ πιθανότερο ήταν να είναι μορφωμένες, παντρεμένες γυναίκες με ασφάλεια υγείας. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι τακτικοί χρήστες πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα των πολυβιταμινών, καθώς «χτίζονται» θετικές προσδοκίες όσον αφορά τα οφέλη στην υγεία ή είναι απλώς από τη φύση τους πιο θετικοί όσον αφορά την προσωπική τους υγεία, αποδεικνύοντας τη γνώση ότι υπάρχει η δύναμη της θετικής σκέψης όσον αφορά την υγεία. Η επίδραση των θετικών προσδοκιών στην κοινότητα των χρηστών πολυβιταμινών είναι ακόμη πιο δυνατή αν αναλογιστεί κανείς ότι η πλειοψηφία πολυβιταμινών και συμπληρωμάτων πωλούνται σε πληθυσμό που μπορεί να δίνει περισσότερη έμφαση στα οφέλη διαιτητικών συμπληρωμάτων και σε εναλλακτικές θεραπείες.