Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η διάμεση αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 40%, μείωση που αποδίδεται κυρίως στη μείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας και δευτερευόντως στη μείωση των καταθέσεων σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), που πραγματοποιήθηκε από την ΤτΕ στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος.
Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνήσει κατά πόσον η κρίση επηρέασε την οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών σε μικροοικονομικό επίπεδο την περίοδο 2009-2014, χρησιμοποιώντας στοιχεία των δύο κυμάτων της έρευνας για την οικονομική κατάσταση και την κατανάλωση των νοικοκυριών (Household Finance and Consumption Survey – HFCS), τονίζει η ΤτΕ στο Οικονομικό Δελτίο της.
Το ευρωπαϊκό δείγμα περιλαμβάνει περισσότερα από 84.000 νοικοκυριά σε 20 ευρωπαϊκές χώρες ενώ, για την Ελλάδα, το πρώτο κύμα της HFCS διεξήχθη το 2009 με δείγμα 2.971 νοικοκυριά, ενώ το δεύτερο κύμα το 2014 με δείγμα 3.003 νοικοκυριά.
Η μελέτη έχει τίτλο “Πόσο έχει επηρεάσει η κρίση την οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών; Μια συγκριτική ανάλυση των δύο κυμάτων της έρευνας HFCS” και καταδεικνύει επίσης μείωση της αξίας του υπολοίπου των συνολικών δανείων των νοικοκυριών και των ενυπόθηκων δανείων. Την μελέτη υπογράφει ο Ευάγγελος Χαραλαμπάκης,
Το διάμεσο ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών, μειώθηκε κατά 26% την περίοδο 2009-2014. Η μείωση του εισοδήματος και η επιβολή φόρων έπληξαν σημαντικά την κατανάλωση των νοικοκυριών με αποτέλεσμα η συνολική ετήσια κατανάλωση τροφίμων να μειωθεί κατά 27%.
Η αποταμίευση των νοικοκυριών περιορίστηκε κατά την περίοδο της κρίσης.
Ομως, στατιστικά παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του υπολοίπου των μη ενυπόθηκων δανείων.
Τέλος, το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι τα έξοδά τους είναι χαμηλότερα από το εισόδημά τους μειώθηκε από 21,9% το 2009 σε 13,5 % το 2014 σύμφωνα με την ΤτΕ.