Τριγύρω η πόλη πάλλεται και βοά. Μπαίνοντας στο άβατο, οι ήχοι της πόλης απότομα παύουν. Χαμηλώνουν και οι δικοί σου παλμοί. Ησυχία. Σαν να γύρισε κάποιος το διακόπτη· τον παλιό, τον περιστρεφόμενο, γιατί μοιάζει σαν να πηγαίνει πίσω και ο χρόνος. Μαρμάρινες είσοδοι με σφυρήλατες εξώθυρες. Πίσω από τα σιδερένια αραβουργήματα, αχανή πολυτελή χολ κοιμούνται στο ημίφως. Το ημίφως ταιριάζει στο σιωπητήριο. Έξω, πεζοδρόμια άδεια, δεν περνά ψυχή. Είσαι παρείσακτος, εισβολέας, και προχωρείς ακροπατώντας σαν τη γάτα. Στην αταραξία, ξεχωρίζουν οι ήχοι ανάμεσα στις φυλλωσιές. Ένα κλαράκι που τσάκισες με το πάτημά σου, ακούγεται σαν κρότος υπερβολικός. Νιώθεις μάτια να σε κοιτάζουν. Κάποιοι σίγουρα σε παρακολουθούν μυστικά πίσω από παράθυρα και αδιαφανή τζάμια. Ακίνητος, σε ακαμψία μέσα στο κουβούκλιό του, ο αθόρυβος θυρωρός, ο κατάσκοπος και ο σιωπηλός φρουρός.
Τα φυλάκια μοιάζουν ακατοίκητα. Κι όμως υπάρχει πάντα κάποιος μέσα και σε κοιτάζει κρυφά.
"Ξεπιάστηκα λίγο."
Μια φωνή από απροσδιόριστο σημείο ήχησε μέσα στη σιωπή του δρόμου.
Δυο λέξεις: Ξεπιάστηκα. Λίγο.
Μιλούσε σε συνάδελφό του;
Μιλούσε για να ακούσει ο μοναδικός περαστικός που διέσχιζε την Οδό Ησυχίας τις τελευταίες δύο ώρες;
Μιλούσε στον εαυτό του;
Καμμία ανταπόκριση. Μου φάνηκε σαν να είπε "ξεπιάστηκα" ο Σκεπτόμενος, το άγαλμα του Ροντεν, και πως το έλεγε στη Μόνα Λίζα την ατάραχη. Κι εκείνη, δεν απάντησε.