Όπως συνέβη στον Μάριο εκείνο το καλοκαίρι, σε μια κρουαζιέρα που πήγε με τη Γαλλίδα φίλη του στη Σαρδηνία. Φτάνοντας νωρίς το πρωί εκείνο στο πανέμορφο νησί της μεσογείου έδεσαν στην Costa Smeralda (σμαραγδένια ακτή), στα βόρεια του νησιού. Σε αντίθεση με άλλες διάσημες κοσμικές ακτές, οι αυστηροί κανόνες σχεδιασμού που ισχύουν εκεί απαγορεύουν την ανοικοδόμηση σε απόσταση δύο έως τριών χιλιομέτρων από την ακτογραμμή, για την περιβαλλοντική προστασία του νησιού, και έχουν διατηρήσει τη φυσική της ομορφιά, με τις πολυτελείς βίλες να είναι πανοραμικά κτισμένες πίσω από την εκπληκτική γρανιτένια ακτογραμμή της περιοχής.
Ο Μάριο ένοιωσε την ακαταμάχητη επιθυμία να πατήσει τα πόδια του στη στεριά, ένα συναίσθημα που κυριεύει πολλούς ανθρώπους, που περνούν αρκετό καιρό πάνω σ' ένα σκάφος ταξιδεύοντας στη θάλασσα και ιδιαίτερα τους ναυτικούς. Η σύντροφος του, δεν μοιραζόταν την ίδια επιθυμία με εκείνον άλλωστε, είχαν ένα τεράστιο καυγά το προηγούμενο βράδυ απόρροια της επιμονής του Μάριο, να πάνε στην Σαρδηνία, αντί στη Γαλλική Ριβιέρα, που ήθελε να πάνε εκείνη και έμεινε στο γιοτ. Ο Μάριο, περπάτησε μέχρι το Yacht Club έκατσε στο μπαρ – ρεστοράν και παρήγγειλε σαμπάνια με χυμό πορτοκάλι και φρούτα για πρωινό. Κοίταξε τη μαγευτική θέα από το μπαλκόνι του Club και άρχισε να χαζεύει την κίνηση στα πολυτελή γιοτ που ήταν δεμένα στο μόλο.
Κάποια στιγμή βαρέθηκε και σήκωσε το ποτήρι του, ο σερβιτόρος, που στεκότανε διακριτικά λίγο πιο δίπλα αντιλήφτηκε ότι το ποτήρι του ήταν άδειο και έσπευσε να του το γεμίσει με σαμπάνια και χυμό εκείνος, του είπε ευγενικά ευχαριστώ, ήπιε μια γερή γουλιά και του ζήτησε να του φέρει την “International Herald Tribune”. Τον παρατήρησε που απομακρυνόταν και τον είδε να καλωσορίζει ένα ζευγάρι, το οποίο προφανώς γνώριζε. Το ζευγάρι, ένας μεσήλικας αθλητικός τύπος με ύφος ανθρώπου του κόσμου. Κομψός, μέσα στο λινό του λευκό πουκάμισο και μπλε βερμούδα, έβγαλε το Παναμά καπέλο του, το ακούμπησε στο διπλανό τραπέζι και τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει η σύντροφος του. Μια γυναίκα στα 50 της, μελαχρινή, με μια εξαιρετική επιδερμίδα που έλαμπε, όμορφο πρόσωπο, με λεπτά χαρακτηριστικά και υπέροχο στόμα, του χαμογέλασε και κάθισε στο κάθισμα της.
Όπως είθισται, σε παρόμοιο περιβάλλον, το ζευγάρι, κοίταξε προς το μέρος του Μάριο και τον χαιρέτησαν στα αγγλικά. Ο Μάριο ανασηκώθηκε με ευγένεια από τη θέση του έσφιξε τα χέρια τους ανταποκρινόμενος στον χαιρετισμό τους και τους συστήθηκε, ρωτώντας τους ταυτόχρονα με ευγένεια, αν ήθελαν να του κάνουν παρέα στο τραπέζι του. Το ζευγάρι, αλληλοκοιτάχτηκε και με μια φωνή του είπαν «ω, μα βέβαια σ ευχαριστούμε».
Αφού κάθισαν στο τραπέζι ρώτησαν τον Μάριο πού έμενε και όταν άκουσαν να τους λέει ότι έμενε στη Νέα Υόρκη, ενθουσιασμένοι του είπαν ότι εκεί διέμεναν και εκείνοι. Αφού συζήτησαν για το τι δουλειά έκανε ο ένας κι ο άλλος μετά κατέληξαν να του πουν ότι είχαν έρθει με το σκάφος ενός φίλου και συναδέλφου του Τζέραλντ (του τζέντλεμαν), ο οποίος του το παραχώρησε από τις Κάνες, για να πάνε με την κόρη τους μαζί, μια κρουαζιέρα στη μεσόγειο. Ο Μάριο, τους εξήγησε με τη σειρά του, ότι ήταν παρέα με την Γαλλίδα φίλη του, στο σκάφος του πατέρα της, που της το είχε δώσει για να πάνε κι αυτοί διακοπές. Όταν, πριν, να τελειώσει τη φράση του είδε μια νεαρή γυναίκα, να αγκαλιάζει τον Τζέραλντ, να τον φιλάει στο μάγουλο και να του λέει «γεια σου μπαμπά!». Ο Τζέραλντ τον διέκοψε ευγενικά, και του είπε «Μάριο, αυτή είναι η Πατρίτσια, η κόρη μου!». Ο Μάριο, σηκώθηκε από το κάθισμα του και την χαιρέτησε. Η Πατρίτσια, κάθισε μαζί τους και αφού ο πατέρας της εξηγούσε ποιος ήμουν και πως βρεθήκαμε μαζί, ο Μάριο άκουσε τη φωνή του θαλαμηπόλου, από το σκάφος της φίλης του, να τον καλεί να πάει κοντά του.
Ζήτησε συγνώμη από την παρέα του και τον πλησίασε, σόρυ κύριε Μάριο, του είπε ο θαλαμηπόλος, αλλά η φίλη σας με έβαλε να πετάξω τα πράγματα σας έξω στον μόλο, και μου είπε να έρθω να σας πω ότι φεύγουμε, και μου έδωσε κι αυτό το σημείωμα. Ο Μάριο άνοιξε το σημείωμα και διάβασε τη μοναδική λέξη που έγραφε “fuck you”. Ευχαρίστησε τον θαλαμηπόλο και προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, γύρισε στην παρέα του. Ο Τζέραλντ, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την όλη υπόθεση και έσκυψε στο αυτί του Μάριο και του ψιθύρισε «είναι όλα εντάξει, συνέβη κάτι;».
Μετά από δυο ποτήρια σαμπάνια ο Μάριο τους εξήγησε τι είχε συμβεί με τη φίλη του και τον άγρια καυγά τους, το προηγούμενο βραδύ το οποίο, είχε σαν αποτέλεσμα, να τον πετάξει έξω από το σκάφος. Όταν άκουσε τον Τζέραλντ, να του λέει «σκατά, Μάριο συμβαίνουν αυτά, μην ανησυχείς, γιατί σε καλώ να έρθεις και να μείνεις μαζί μας, αν θέλεις φυσικά» και απευθυνόμενος στη γυναίκα και την κορη του, τις ρώτησε «Ει, τι λέτε κορίτσια;». Και οι δυο τους αναφώνησαν «Ναι! Πολύ ωραία ιδέα, τι λες Μάριο;». Ήταν τόσο αυθόρμητοι και ζεστοί μαζί του, που του έφυγε η οργή που ένιωσε με το σημείωμα και τη φίλη του αμέσως. Ήταν σίγουρος ότι μαζί τους, θα πέρναγε πολύ καλύτερα, όπως κι έγινε!