Σχεδόν όλοι μας έχουμε κάποιες φορές νοιώσει στενοχωρημένοι, άκεφοι, λυπημένοι, “πεσμένοι”, μελαγχολικοί, θλιμμένοι. Και είναι τουλάχιστον ανόητο ή άστοχο να πιστεύουμε πως αυτά τα συναισθήματα είναι παθολογικά. Η θλίψη, η λύπη η στεναχώρια είναι φυσιολογικά και αναπτυξιακά συναισθήματα που συνήθως αναδύονται ως συνέπεια ψυχοτραυματικών και στρεσογόννων γεγονότων της ζωής.
Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, η ύπαρξη σοβαρής ασθένειας δική μας ή δικών μας ανθρώπων, ο χωρισμός, η απώλεια δουλειάς, οι αποτυχίες και οι ματαιώσεις κάποιων σημαντικών προσδοκιών μας, έντονα τραυματικά κοινωνικά γεγονότα –πιο επίκαιρη παρά ποτέ η κρίση στην πατρίδα μας – είναι ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ και αναμενόμενο να προκαλούν ΘΛΙΨΗ.
Το αντίθετο μάλιστα θα ήταν παθολογικό. Αν δηλαδή δεν αντιδρούσαμε συναισθηματικά σε τέτοια γεγονότα ζωής.
Αν όμως η θλίψη δεν αντιμετωπίζεται μέσα από δημιουργικές άμυνες (σχέσεις, δραστηριότητες, ανάπτυξη ενδιαφερόντων, συναισθηματική εγγύτητα και μοιρασιά της αλήθειας μας), αν αντί να μειώνεται στο πέρασμα του χρόνου γίνεται εντονότερη και διαρκεί περισσότερο από 2-3 εβδομάδες εμποδίζοντας τις προσδοκώμενες για τον καθένα φυσιολογικές δραστηριότητες της ζωής, παρενοχλώντας τις προσωπικές και κοινωνικές μας σχέσεις, την δουλειά, την διατροφή, τον ύπνο, την σεξουαλική μας ζωή, την επιλεκτική δημιουργικότητά μας, έ τότε είναι πολύ πιθανό η κατάθλιψη πλέον να μας χτυπά την πόρτα.
Συχνά χρησιμοποιούμε τον όρο ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ όταν νοιώθουμε πεσμένοι, άκεφοι ή μελαγχολικοί. Εκφράσεις στην καθημερινότητά μας του τύπου “Σήμερα έχω κατάθλιψη”, “αυτός ο άνθρωπος μου προκαλεί κατάθλιψη” ή “έχω τις μαύρες μου”, δεν σηματοδοτούν την κατάσταση που αναφέρουν οι ειδικοί σαν κατάθλιψη. Οι παραπάνω εκφράσεις αναφέρονται σε συναισθηματικές εμπειρίες που όλοι βιώνουμε.
Η κλινική κατάθλιψη ως κλινική οντότητα και όχι ως σχήμα λόγου, είναι μια σοβαρή ασθένεια που διαρκεί εβδομάδες ή μήνες και επηρεάζει άμεσα και οδυνηρά κυρίως το συναίσθημά μας αλλά ταυτόχρονα και την σκέψη μας και τις σωματικές μας λειτουργίες. Μπορεί τα συμπτώματα της κατάθλιψης να μοιάζουν λίγο με αυτό που αποκαλούμε “πεσμένη διάθεση”, διαφέρουν όμως σημαντικά σε διάρκεια και σε ένταση.
Είναι χρήσιμο εδώ να αναφερθώ και στο Πένθος – με την ευρεία έννοια- γιατί πολλές φορές τα όρια ανάμεσα στο πένθος και στην κατάθλιψη είναι ασαφή. Το πένθος είναι μία οδυνηρή υπαρξιακή εμπειρία, μια εντελώς φυσιολογική αντίδραση που εκλύεται από την απώλεια – αποχαιρετισμό ενός σημαντικού και αγαπημένου προσώπου στην ζωή μας.
Το έντονο καταθλιπτικό συναίσθημα στο πένθος, σε αντίθεση με την κατάθλιψη, διαρκεί λιγότερο, συνήθως μέσα σε ένα περίπου τρίμηνο αρχίζει να υποχωρεί και η συνολική λειτουργικότητα του ατόμου δεν επηρεάζεται τόσο έντονα όσο στην κατάθλιψη.
Όταν το πένθος εντείνεται και υπάρχει άρνηση ως προς το γεγονός της απώλειας, και το άτομο δεν μπορεί να το ελέγξει δυσλειτουργώντας έτσι σε διάφορους τομείς της ζωής, παραμένοντας στην ίδια κατάσταση πένθους και νοιώθοντας συνάμα ανεπαρκής να αποδεχθεί και σταδιακά να επιλύσει το πρόβλημα, τότε πλέον το πένθος μετατρέπεται σε “περιπεπλεγμένο” και απαιτεί αντιμετώπιση παρόμοια με αυτήν της κατάθλιψης.
Η κατάθλιψη δεν εμφανίζεται με τα ίδια συμπτώματα σε όλους τους ανθρώπους. Άλλοι νοιώθουν θλίψη και απογοήτευση, έχουν έντονες τύψεις και ενοχές, άλλοι παρουσιάζουν νευρικότητα και σωματικές ενοχλήσεις, άγχος, συναισθήματα ανεπάρκειας, βουβό θυμό αλλά και συνδυασμό όλων αυτών ή και άλλων παρόμοιων. Σε κάθε περίπτωση το άτομο με κατάθλιψη ΥΠΟΦΕΡΕΙ ιδιαίτερα και αυτό διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του.
Δραστηριότητες, ενδιαφέροντα, δημιουργικές ενασχολήσεις και άλλα με τα οποία χαιρόταν στο παρελθόν και τα απολάμβανε, πλέον, τον αφήνουν αδιάφορο, τον κουράζουν ίσως και τον θυμώνουν. Τρυφερά ευχάριστα γεγονότα τα παρακάμπτει ενώ την ίδια ώρα μεγεθύνει τις δυσκολίες και τις δυσάρεστες καταστάσεις.
Νοιώθει έντονη την αίσθηση της ματαιότητας και γύρω του βλέπει μόνον παγίδες, εμπόδια και ανυπέρβλητες δυσχέρειες. Στη σκέψη του λιμνάζουν οι ίδιες πάντα μελαγχολικές ιδέες, «μαύρες σκέψεις» όπως περιγράφουν οι ίδιοι. Και αναφέρονται στο πρόβλημά τους σαν το «θηρίο, ο δράκος, το τέρας, το γουρούνι και άλλα. Συχνά ανακαλούν ασήμαντα γεγονότα ή λάθη του παρελθόντος με έναν εμμονικό τρόπο, νοιώθουν ενοχές, άχρηστοι, ανίκανοι και αποτυχημένοι.
Υποτιμούν τον εαυτό τους, τον επικρίνουν συνέχεια και συχνά νοιώθουν αβοήθητοι και απελπισμένοι, συχνά κρύβονται και έχουν την αίσθηση της απομόνωσης και πως κανείς δεν τους καταλαβαίνει.
Έτσι συχνά οδηγούνται σε αυτοκαταστροφικές σκέψεις. Και δεν θα αποφύγω να αναφέρω πως σε ανθρώπους με σοβαρή και παρατεταμένη κατάθλιψη, απουσία εξειδικευμένης βοήθειας και έλλειψη στηρικτικού οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος οδηγούν σε αυξημένα επίπεδα κινδύνου αυτοκτονίας.
Άλλες εκδηλώσεις είναι η εύκολη ή μόνιμη αίσθηση σωματικής κόπωσης, η δυσκολία στην συγκέντρωση και στην μνήμη, ανεπάρκεια να σκεφτεί και να αποφασίσει το άτομο ακόμη και σε απλά ζητήματα καθημερινής ζωής. Συχνά τα άτομα παραμελούν την εμφάνισή τους, μπορεί να αδιαφορούν ή όχι στην δουλειά τους, νοιώθουν ανηδονία σε κάθε ευχάριστο γεγονός ή προσφερόμενο συναίσθημα και πιθανόν απομακρύνονται από γνωστούς και φίλους.
Δυσκολεύονται να κοιμηθούν και άλλοτε ο ύπνος είναι διακεκομμένος και ταραγμένος από εφιάλτες ή άλλες φορές ξυπνούν νωρίς νοιώθοντας βαριά και κουρασμένοι. Συχνά συνοδεύονται από διατροφικές διαταραχές με συνέπεια απώλεια βάρους ή αυξανόμενη σχεδόν βουλιμική όρεξη. Η σεξουαλική επιθυμία και κατ’ επέκταση σεξουαλική επαφή μειώνεται ή είναι ανύπαρκτη.
Πολλά άτομα σε κατάθλιψη αναφέρουν και επικεντρώνονται σε μια ποικιλία σωματικών συμπτωμάτων όπως ταχυκαρδίες, γενικευμένους πόνους, εφιδρώσεις, πονοκεφάλους, προβλήματα στο γαστρεντερικό κλπ γεγονός που συχνά τους οδηγούν στα νοσοκομεία ή διάφορους γιατρούς αναζητώντας την αιτία της κατάθλιψής τους σε βιολογικές αιτίες.
Επίσης η καταθλιπτική διάθεση μπορεί να οδηγήσει – εξαρτάται φυσικά από την προσωπικότητα – σε παρορμητικές πράξεις π.χ. σε εκρήξεις θυμού και συχνότερα σε καταφυγή στην χρήση ουσιών ή αλκοόλ που προσωρινά βέβαια προσφέρουν ανακούφιση από τον πόνο και την αγωνία.
Κλείνοντας ας απαντήσουμε στο εναγώνιο ερώτημα : Υπάρχει λύση ;
ΝΑΙ, μπορεί η κατάθλιψη να είναι μια σοβαρή ασθένεια, ωστόσο σήμερα αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Το ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟ βήμα για την θεραπεία είναι η απόφαση του πάσχοντος να ζητήσει βοήθεια από ειδικό. Αφού γίνει η διάγνωση η θεραπεία έχει δύο στάδια. Πρώτον, την θεραπεία των οξέων συμπτωμάτων και δεύτερο, τη συνέχιση της θεραπείας προκειμένου να διατηρηθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Στην ήπια μορφή κατάθλιψης η ψυχοθεραπεία είναι η πιο δυναμική και καλή θεραπευτική αγωγή. Ωστόσο σε πιο σοβαρές μορφές ο συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής, ψυχοθεραπείας και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων συνίσταται για καλύτερα αποτελέσματα. Ακόμη είναι καθοριστικός ο ρόλος της “σχέσης” θεραπευτή - θεραπευόμενου για την αποτελεσματική έκβαση της θεραπείας.
Άλλωστε, πιστέψτε με, πως αυτή η υπαρξιακή συνάντηση των δύο και η δυναμική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι ίσως από τις πιο τρυφερά οριοθετημένες βιωματικές σχέσεις που θα καθορίσουν τη ζωή μας και το νόημα που δίνουμε σε αυτή.
Ίσως ο κόσμος να μην αλλάζει εύκολα, αλλάζει όμως ο τρόπος που τον αντιμετωπίζουμε. Ένα είναι το πιο πραγματικό βήμα για την θεραπεία της κατάθλιψης : ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΕΝΕΧΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ. Να κατανοήσουμε βαθειά ότι εκατομμύρια άνθρωποι απ’ όλες τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες σε όλο τον πλανήτη έχουν έρθει αντιμέτωποι με την κατάθλιψη ακόμα και πολλά άτομα που διακρίθηκαν για το έργο τους και τα επιτεύγματά τους.
Ας το βγάλουμε από μέσα μας . Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ.
Τελειώνοντας, σας αφιερώνω το αγαπημένο ποιηματάκι του ΣΕΦΕΡΗ.
“ είτε βραδιάζει , είτε φέγγει
Μένει λευκό το γιασεμί”
Ας είμαστε τρυφεροί και χρήσιμοι τεχνίτες της ζωής
Στο επανιδείν
*Ελένη Ν. Γύρα
Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια