Η Nina Simone «έφυγε» από τη ζωή στις 21 Απριλίου του 2003
Η Simon γεννήθηκε στην πόλη Τράιον της Νότιας Καρολίνας και ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Όπως η ίδια έχει παραδεχτεί, επηρεάστηκε από τη μεσόφωνο του λυρικού ρεπερτορίου Μάριαν Άντερσον, ενώ άρχισε να τραγουδά στην τοπική της εκκλησία, φανερώνοντας παράλληλα πλούσιο ταλέντο και ως πιανίστρια. Στα δεκαεπτά της μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, όπου έδινε μαθήματα και συνόδευε στο πιάνο την ερμηνεία διαφόρων τραγουδιστών. Κερδίζοντας χρήματα από δωρεές, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στην περίφημη σχολή Juilliard School of Music της Νέας Υόρκης. Η έλλειψη παρ’ όλα αυτά πόρων την ανάγκασε να αφήσει στην άκρη το όνειρό της. Η φυλετική της καταγωγή, έφταιγε, όπως η ίδια είχε επισημάνει, για τη μετέπειτα απόρριψή της από το ιδιαίτερα απαιτητικό Curtis Institute της Φιλαδέλφεια.
Κατά τη δεκαετία του 1960 η Σιμόν αναμείχθηκε στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και ηχογράφησε μία σειρά στρατευμένων τραγουδιών, όπως τα “To Be Young, Gifted And Black” (που έγινε αργότερα μεγάλη επιτυχία σε εκτέλεση της Αρίθα Φράνκλιν) “Blacklash Blues”, “Mississippi Goddam” (με αφορμή τη δολοφονία του Μαύρου αγωνιστή Μέντγκαρ Έβερς και την έκρηξη βόμβας σε εκκλησία, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, όπου σκοτώθηκαν τέσσερα Μαύρα παιδιά), “I Wish I Knew How It Would Feel To Be Free” και το “Pirate Jenny” του Κουρτ Βάιλ (από την Όπερα της Πεντάρας).
Οι ειδικοί της μουσικής την κατατάσσουν στους καλλιτέχνες της τζαζ, κάτι το οποίο η ίδια ποτέ δεν αποδέχτηκε
Το 1960 αναμείχθηκε στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, ενώ ηχογράφησε μία σειρά στρατευμένων τραγουδιών, όπως τα “To Be Young, Gifted And Black”, “Blacklash Blues”, “Mississippi Goddam” , “I Wish I Knew How It Would Feel To Be Free” και “Pirate Jenny” του Κουρτ Βάιλ (από την Όπερα της Πεντάρας).
Μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, η Nina Simone γεύτηκε τους καρπούς της επαγγελματικής της επιτυχίας, η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να τη σώσει από το ψυχολογικό της αδιέξοδο. Η ίδια διαγνώστηκε με σχιζοφρένια, αλλά λόγω των συσσωρευμένων χρεών της και του πολυτελούς τρόπου ζωής, συνέχισε να παίζει και να τραγουδά σε λαϊκές συγκεντρώσεις, στο Carnegie Hall, σε συναυλίες και οπουδήποτε της ζητούσαν. Ακόμα κι όταν άρχιζε να καθυστερεί και να φτάνει στις συναυλίες της έπειτα από ώρες, το οργισμένο κοινό ήταν αυτό που θα την αποδοκίμαζε και μετά θα την αποθέωνε εκστασιασμένο.