Γόνος της πλούσιας οικογένειας ενός κατασκευαστή αυλών είχε την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και μαθήτευσε σε αρκετούς Σοφιστές, όπως και στον Σωκράτη. Η οικογένειά του έχασε τα χρήματά της στον πόλεμο και ο Ισοκράτης αντιμετώπισε το δίλημμα της διαβίωσης. Έγινε δικηγόρος, λογογράφος για τα δικαστήρια επί δέκα περίπου χρόνια. Κάποιοι από τους λόγους που έγραψε σώζονται, αν και ο ίδιος αρνείται πως είναι δικοί του.
Επιθυμούσε απ’ ό,τι φαίνεται να γίνει ρήτορας, αλλά στερείτο της απαραίτητης δυνατής φωνής και της σκηνικής παρουσίας που απαιτείτο για αυτή την τέχνη. Έτσι, αποφάσισε να γίνει διδάσκαλος της ρητορικής, γεγονός που του απέδωσε και φήμη και χρήματα. Προσέλκυσε μαθητές από όλες τις γωνιές του ελληνόφωνου κόσμου και πολλοί από αυτούς έγιναν σημαντικοί ηγέτες της εποχής του. Ο Ισοκράτης πέθανε στην ηλικία των 98 χρόνων. Σύμφωνα με την παράδοση αυτοκτόνησε με τη μέθοδο της λιμοκτονίας, όταν άκουσε τα νέα για την κατάκτηση του Φιλίππου στην μάχη της Χαιρώνειας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο, αφού ήταν από εκείνους που ενθάρρυναν τον Φίλιππο να το πράξει.
Η φιλοσοφία του
"Tοσοῦτον δ' ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ' οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας παρά τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας". Πανηγυρικός εδάφιο 50
Ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό 50 προσπαθεί να ενώσει τους Έλληνες υπό τη σκέπη της Αθηναϊκής ηγεμονίας που όμως τότε, μετά την Ανταλκίδειο Ειρήνη, παρήκμαζε στρατιωτικά. Έτσι στρέφεται στο χώρο του πολιτισμού, όπου η πόλη του είχε τα πρωτεία. Έτσι η ημετέρα παίδευση είναι η Αθηναϊκή (όχι η Ελληνική γενικά αλλά συγκεκριμένα η Αθηναϊκή) και καλεί τους Έλληνες να ενωθούν υπό τη σκέπη της, κατ΄ αυτόν, πνευματικής τους μητέρας.
"Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας όλους τους άλλους στην πνευματική ανάπτυξη και στην τέχνη του λόγου, ώστε οι δικοί της μαθητές έγιναν δάσκαλοι στους άλλους· το όνομα πάλι Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια την καταγωγή, αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος, και Έλληνες να ονομάζονται πιο πολύ όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικιάς μας αγωγής και μόρφωσης παρά αυτοί που έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή."
Για λόγους ευδαιμονίας συμβουλεύει το Φίλιππο να πάρει την ηγεμονία των Ελλήνων, να επιβάλει μεταξύ τους ομόνοια και να εκστρατεύσει προς την Ασία για να κατακτήσει τους βαρβάρους και τον πλούτο τους. Κάτι που φυσικά δεν έκανε τελικώς ο Φίλιππος αλλά ο υιός του Αλέξανδρος. Οι σκέψεις του Ισοκράτη θα συνοδεύσουν τον Αλέξανδρο μέχρι την Ινδία.
Πίστευε πως οι αλλοδαποί ήταν πλέον σε όλον τον Ελληνικό τόπο, όχι γιατί οι βάρβαροι κατάφεραν να την κατακτήσουν, αλλά επειδή οι Έλληνες παράτησαν τις πόλεις τους και συστήνει στο Φίλιππο να διώξει όλους τους βαρβάρους με φοβέρα και συνάμα να φέρει ευπορία στους Έλληνες. Γι΄ αυτό και ο Ισοκράτης θεωρείται ο πνευματικός πατέρας του Ελληνικού Έθνους. Πρώτος διατυπώνει την ανάγκη της διατήρησης του Έθνους.
Θεωρούσε κουραστικά και αφηρημένα τα επιχειρήματα του Πλάτωνα για τη μεταφυσική, την επιστημολογία και την ανθρώπινη φύση ανεδαφικά. Ήταν πρακτικός, προσγειωμένος άνθρωπος, που επιθυμούσε να επιλύσει άμεσα προβλήματα. Η πραγματικότητα είναι η άμεση ανθρώπινη εμπειρία: «Αυτό που βλέπεις είναι αυτό που παίρνεις». Η μεταφυσική θεώρηση είναι απώλεια χρόνου και ενέργειας. Η γνώση είναι σχετική. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτα. Το μόνο που μπορούμε να έχουμε, είναι καλές απόψεις. Η καλή άποψη είναι εκείνη που βοηθά στην ερμηνεία της ζωής με τρόπο που βοηθά το δρόμο μας μέσα στη ζωή. Οι συσχετίσεις με την έσχατη πραγματικότητα δεν είναι σημαντικές. Ο Ισοκράτης θεωρεί τις αξίες σχετικές, ωστόσο συμφωνεί με τον Πλάτωνα για την προώθηση των παραδοσιακών ελληνικών αξιών. Το κάνει, όμως, για διαφορετικούς λόγους. Πιστεύει ότι οι ελληνικές αξίες είναι χρήσιμες, αλλά όχι κατ’ ανάγκην αληθινές.
Ο Ισοκράτης συνειδητοποίησε ότι το σχετικιστικό σύστημα αξιών δεν είχε την αναγκαία ψυχολογική δύναμη για να ελκύσει τους ανθρώπους στο κοινό δεσμό της ενότητας και την αδελφοσύνη που θα σταθεροποιούσε τους δεσμούς μιας κοινωνίας εναποσυνθετί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προώθησε ένα πολιτικό ιδανικό που θα μπορούσε να ενώσει το πανελλήνιο και το κατάλληλο πρόσωπο –τον Φίλιππο- που θα μπορούσε να το πραγματώσει. Παράλληλα θεωρούσε, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοί του διανοητές, την εκπαίδευση ως λυτρωτή του ελληνικού κόσμου.
Ισοκράτης κατά Δημοσθένους
Οι δύο ρήτορες είναι εισηγητές δύο εκ διαμέτρου αντίθετων ιδεολογιών. Ελληνοκεντρικός ο Ισοκράτης θεωρεί ότι η Ελλάδα ενωμένη υπό του Φιλίππου οφείλει να εκστρατεύσει εναντίον του προαιώνιου αντιπάλου της, της Περσικής Αυτοκρατορίας. Αθηνοκεντρικός ο Δημοσθένης δεν αποδέχεται το γεγονός ότι η Αθήνα του 4ου π.Χ. αι., με εμφανή τα σημεία της παρακμής, είναι υποχρεωμένη να παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία σε κάποια άλλη πόλη.
Σύμφωνα με τον Δημοσθένη, (Α΄ Ολυνθ. 15), η επιλογή να πολεμήσουν οι Αθηναίοι στην Χαλκιδική, βοηθώντας παράλληλα τους Ολυνθίους να αποκρούσουν τον Φίλιππο μετά την κήρυξη του πολέμου εναντίον της ολυνθιακής συμμαχίας των πόλεων της Χαλκιδικής το 349 π.Χ., παρουσιάζει στρατηγικά πλεονεκτήματα. Μεταφέροντας τον πόλεμο στην επικράτεια του αντιπάλου, οι Αθηναίοι δε θα πληγούν άμεσα από τις συνέπειες πολεμικών επιχειρήσεων στα πατρώα εδάφη. Η διασφάλιση των πατρώων εδαφών και η μεταφορά του πολέμου στα εχθρικά εδάφη είναι αποδεκτή στρατηγική για τη διατήρηση της πολεμικής ισχύος, καθώς η παραγωγική ερήμωση της γης και η αρνητική ψυχολογία που δημιουργεί η προσέγγιση του εχθρού είναι παράγοντες αρνητικοί σε μια πολεμική αναμέτρηση.
Ο Δημοσθένης, επιστρατεύοντας τη ρητορική του δεινότητα, επιχειρεί μια ιδεολογική προπαρασκευή της κοινής γνώμης χρησιμοποιώντας την έννοια του κοινού συμφέροντος από τη δική του οπτική γωνία. (Α΄ Ολυνθ. 28). Αν οι Αθηναίοι επιτύχουν στην εκστρατεία της Χαλκιδικής οι πλούσιοι με μικρή θυσία –οικονομική επιβάρυνση- θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν ανενόχλητα τα άφθονα αγαθά που κατέχουν και οι στρατεύσιμοι νέοι θα αποκτήσουν την πολεμική εμπειρία που θα τους κάνει δεινούς φύλακες της ακεραιότητας των Αθηνών.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε στην προκειμένη περίπτωση ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την οπτική γωνία του ιστορικού, αλλά εκείνη του ρήτορα. Ο ρήτορας ανά τους αιώνες είναι όργανο παρασκευής ιδεολογίας και μετατόπισης της κοινής γνώμης και συνεπώς χρησιμοποιεί όλα εκείνα τεχνάσματα του λόγου που θα του επιτρέψουν να επιτύχει τους στόχους του. Όπως, για παράδειγμα, οι πολιτικοί ή οι δικηγόροι στη σημερινή εποχή. Ο ιστορικός, αντιθέτως, καταγράφει γεγονότα. Ο ρήτορας ωθεί την κοινή γνώμη στην παραγωγή γεγονότων. Συνεπώς, τα συμπεράσματα περί πολιτικής ισχύος από τον ρητορικό λόγο είναι αιωρούμενα σε ένα υποθετικό πεδίο, καθώς η ιστορική πραγματικότητα -ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση- είναι παντελώς διάφορη του ρητορικού λόγου.
Ο Ισοκράτης, στο λόγο του που εκφωνήθηκε το 346 π.Χ. εκθέτει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο, ίδιο με εκείνο που είχε εκθέσει και στον Πανηγυρικό του. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο οι Έλληνες οφείλουν να αναλάβουν πολεμική δράση εναντίον των Περσών. Η διαφορά ανάμεσα στους δύο λόγους είναι ότι στον Πανηγυρικόαναγνώρισε στην Αθήνα το δικαίωμα να πρωτοστατήσει στον αγώνα κατά τον Περσών. Η αναστροφή του σκηνικού στον Φίλιππο, είναι και η ουσία του πολιτικού ρεαλισμού και της διορατικότητάς του. Αναγνωρίζει ότι η Αθήνα δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει πόλο έλξης για τις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδος και συνεπώς δεν μπορεί να πρωτοστατήσει σε έναν τέτοιο αγώνα. Επιχειρεί να πείσει, λοιπόν, τον Φίλιππο να αναλάβει την εκστρατεία με κίνητρο τη δόξα και την υστεροφημία του (134), αλλά η ουσία της παρότρυνσής του είναι η αύξηση της πολεμικής ισχύος των Ελλήνων έναντι των Περσών. O B. Γαίγκερ (W. Jaeger) έχει εκφράσει την άποψη πως ο Ισοκράτης είναι πολιτικά ρομαντικός και ότι η μοναδική ρεαλιστική λύση για τους Αθηναίους ήταν εκείνη που πρότεινε ο Δημοσθένης. Ωστόσο, ο ρεαλισμός ενυπάρχει στο εφικτό και το εφικτό στην προκειμένη περίπτωση ήταν να οσμιστούν οι Αθηναίοι σύσσωμοι τις επερχόμενες αλλαγές και να δράσουν ανάλογα. Ο ρομαντισμός συνυπάρχει με την ουτοπία και η πολιτική ουτοπία στην προκειμένη περίπτωση ήταν η προσπάθεια ανασύστασης του μεγαλείου μιας πόλης που είχε ολοκληρώσει σε εκείνη την περίοδο τον ιστορικό της κύκλο. Εμμέσως η παρότρυνση του Ισοκράτη προς τον Φίλιππο υπηρετεί και άλλους στόχους, ο κυριότερος των οποίων είναι η αποφυγή της στρατιωτικής σύγκρουσης ανάμεσα στην Αθήνα και τον Φίλιππο και η εύνοια του ισχυρού στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται. Πολύ αργότερα, στην τρίτη επιστολή του προς Φίλιππον, λίγο μετά τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων στην Χαιρώνεια το 338 π.Χ., επαναλαμβάνει την ίδια προτροπή, αναγνωρίζοντας ότι ήταν οι πολιτικές συγκυρίες που τον ώθησαν να συμβουλεύσει τον Φίλιππο να φέρει την ομόνοια ανάμεσα στους Έλληνες.
Μαρτυρίες
Οι γραπτές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι υπήρχαν τουλάχιστον τρεις ανδριάντες του Ισοκράτη, που ανεγέρθηκαν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ: δύο στην Αθήνα (Πλούταρχος, Βίοι 10 839C), ένα στο Ολυμπιείον (Παυσανίας, Αττικά XVIII 8 και Πλουτ., Βίοι 839B) και ένα στην Ελευσίνα από τον Τιμόθεο, τον γιο του Κόνωνα (Πλουτ., Βίοι, 10 838D). Λέγεται, επίσης, ότι υπήρχε προσωπογραφία του στο Πομπείον στην Αθήνα, το οποίο αποδίδεται στον Λεωχάρη. Ο Χριστόδωρος αναφέρει ένα ορειχάλκινο άγαλμα πιθανώς Ρωμαϊκό αντίγραφο, στον Ζεύξιππο στην Κωνσταντινούπολη.
Πηγή: Wikipedia