Ήταν πια σχεδόν 40 χρονών όταν ένας πελάτης της, την πέταξε έξω από το αυτοκίνητό του. Το φόρεμά της πιάστηκε στην πόρτα του αυτοκινήτου, κι εκείνη σύρθηκε για έξι οικοδομικά τετράγωνα πάνω στην άσφαλτο σκίζοντας το πρόσωπό της και την μία πλευρά του δέρματος στο σώμα της. Πήγε στο δημόσιο νοσοκομείο του Σικάγο. Ο αστυνομικός που ήρθε στο νοσοκομείο είπε στο γιατρό «Α, την ξέρω αυτήν. Είναι απλώς μια πουτάνα. Θα χτύπησε κανέναν πελάτη της, θα τον λήστεψε κι αυτός την περιποιήθηκε όπως της αξίζει» και αφού τον άκουσε να γελά με τη νοσοκόμα, την παράτησαν στην αίθουσα αναμονής. Σαν να μην της άξιζε ιατρική φροντίδα. Εκείνη περίμενε να αλλάξει η βάρδια, ώστε να έρθει η επόμενη νοσοκόμα μήπως και ασχοληθεί μαζί της.
«Είχα πάντα μια λαμπρή ιδέα για το επόμενο βήμα μου. Για το πώς θα τα έβγαζα πέρα. Εκείνη τη στιγμή όμως στέρεψα. Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα. Και σκέφτηκα: «Θεέ μου αυτοί δεν νοιάζονται για εμένα… Μπορείς να με βοηθήσεις;» Και τότε άλλαξαν όλα.» περιγράφει την ιστορία της:
«Μεγάλωσα με τη φροντίδα της γιαγιάς μου, τη δεκαετία του ’60 στο Σικάγο γιατί η μαμά μου πέθανε όταν ήμουν 6 μηνών, κι εκείνη μόλις 16 ετών. Ποτέ δεν έμαθα από τι πέθανε. Η γιαγιά μου έλεγε «Από φυσικά αίτια», αλλά δεν πεθαίνει κανείς στα 16 του από φυσικά αίτια. Οι ιστορίες που ακούω είναι ότι ήταν πολύ όμορφη και είχε χιούμορ. Και το πιστεύω, γιατί έχω κι εγώ χιούμορ.
Η γιαγιά μου ήταν πολύ γλυκιά και στοργική γυναίκα. Μου έψηνε κουλουράκια. Αλλά είχε ένα πρόβλημα με το ποτό. Έπινε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Ερχόταν σπίτι με τους άνδρες που έπινε. Και συνέχιζαν να πίνουν. Κι εκείνη λιποθυμούσε. Και μετά εκείνοι ασελγούσαν πάνω μου. Από τότε που ήμουν 4 ετών. Δεν νομίζω ότι εκείνη το κατάλαβε ποτέ. Καθάριζε σπίτια, δύο ώρες μακριά από το σπίτι μας. Εγώ πήγαινα κι ερχόμουν στο νηπιαγωγείο μόνη μου. Και οι «φίλοι» της γιαγιάς μου το εκμεταλλεύονταν. Συστηματικά.
Παρατηρούσα τις γυναίκες στη γειτονιά μου που στέκονταν στο πεζοδρόμιο με εντυπωσιακά μαλλιά και γυαλιστερά φορέματα. Όταν ήμουν μικρή το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι λαμπερή και αστραφτερή. Ρώτησα τη γιαγιά μου τι κάνουν αυτές οι γυναίκες. Εκείνη μου είπε «κατεβάζουν το εσώρουχό τους και οι άνδρες τους δίνουν λεφτά». Κι εγώ απάντησα: «Αυτό θα κάνω κι εγώ», αφού ήδη είχαν αρχίσει οι άνδρες να κατεβάζουν το εσώρουχό μου…
Ήμουν ένα παιδί έξυπνο, αλλά παράτησα το σχολείο. Ήμουν όμως από εκείνα τα κορίτσια που δεν ήξεραν να λένε όχι στα αγόρια. Λίγα γλυκόλογα και με έριχναν. Στα 14 μου, στη δεκαετία του ’70 πλέον είχα δύο μωρά. Η γιαγιά μου άρχισε να παραπονιέται ότι δεν έχουμε φαγητό στο σπίτι και ότι πρέπει να αρχίσω να φέρνω λεφτά για τα παιδιά μου.
Ένα βράδυ αποφάσισα να κάνω το μόνο πράγμα που είχα δει τους γύρω μου να κάνουν. Φόρεσα ένα φτηνό προκλητικό φόρεμα, πλαστικά παπούτσια, έβαλα κι ένα πορτοκαλί κραγιόν, γιατί νόμιζα ότι θα με έκανε να δείχνω μεγαλύτερη. Και έτσι έπιασα τον πρώτο μου πελάτη. Έκλαιγα όλη νύχτα. Αλλά το έκαναν. Δεν μου άρεσε. Αλλά οι πέντε πελάτες εκείνης της νύχτας μου έδειχναν τι έπρεπε να κάνω. Ήξεραν ότι είμαι πολύ μικρή και σχεδόν τους ενθουσίαζε.
Γύρισα σπίτι με το τραίνο. Δεν πήρα ταξί κι ας είχα βγάλει 400 δολάρια εκείνο το βράδυ. Έδωσα τα περισσότερα χρήματα στη γιαγιά μου. Η οποία δεν με ρώτησε ποτέ πού τα βρήκα. Το έκανα δυο φορές ακόμα. Και την τρίτη με απήγαγε ένας προαγωγός. Με έκλεισε στο πορτ παγκάζ ενός αυτοκινήτου, με πήγε σε ένα πανδοχείο όπου με κλείδωσε για μέρες σε μια ντουλάπα. Η κακοποίηση από τους προαγωγούς είναι απερίγραπτη. Η σωματική ξεπερνιέται, η ψυχολογική βία όμως μένει ανεξίτηλη. Είναι ικανότατοι στα βασανιστήρια οι νταβατζήδες και εξαιρετικοί στην χειραγώγηση.
Όσοι περιγράφουν την πορνεία σαν κάτι φανταχτερό, σαν την ταινία Pretty Woman είναι βαθιά νυχτωμένοι. Μια πόρνη μπορεί να κοιμηθεί σε μία μέρα και με πέντε αγνώστους. Αυτό αθροιστικά μας κάνει 1.800 άνδρες το χρόνο. Δεν πρόκειται για σχέσεις, ρομάτζο. Δεν μου έφερναν λουλούδια. Φερόντουσαν στο κορμί μου σαν να ήταν τουαλέτα.
Επίσης γίνονται βίαιοι. Με έχουν πυροβολήσει πέντε φορές και με έχουν μαχαιρώσει 13. Δεν ξέρω γιατί μου επιτέθηκαν αυτοί οι άνδρες, το μόνο που ξέρω είναι ότι η κοινωνία τους έχει επιτρέψει να νιώθουν άνετα με αυτό. Μου κουβαλούσαν την ψυχασθένειά τους, ή τον θυμό τους και ξεσπούσαν πάνω μου γνωρίζοντας ότι δεν μπορώ να απευθυνθώ στην αστυνομία γιατί κανείς δεν θα ασχολιόταν μαζί μου. Ήμουν από τις τυχερές. Ξέρω πολλές που δολοφονήθηκαν.
Δεν ξέρω γιατί μου επιτέθηκαν αυτοί οι άνδρες, το μόνο που ξέρω είναι ότι η κοινωνία τους έχει επιτρέψει να νιώθουν άνετα με αυτό.
Ήμουν στην πορνεία για 14-15 χρόνια πριν ξεκινήσω ναρκωτικά. Απλώς ύστερα από λίγο καιρό χρειάζεσαι κάτι να σε ξεγελάσει. Σε έχουν στραγγαλίσει, σου έχουν βάλει ένα μαξιλάρι στο κεφάλι, ένα μαχαίρι στο λαιμό. Χρειάζεσαι κάτι για να σου δώσει λίγο κουράγιο.»
Από το 1997 που σταμάτησε την πορνεία, και έχοντας ήδη τρεις δεκαετίες στο ενεργητικό της, η Brenda αφοσιώθηκε στο να βοηθά νεαρά κορίτσια, να απεγκλωβιστούν.
Πηγή: BBC magazine