Ε, ναι λοιπόν, βλέπουμε Survivor! Προσωπικά, όταν το επιτρέπουν τα επαγγελματικά ωράρια, δεν χάνω επεισόδιο και το βλέπω παρέα με τον γιό μου. Ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, γιατί δεν το παίρνουμε στα σοβαρά, βγάζουμε μεταξύ μας ωραίες ατάκες π.χ για τον εξωτικό «μάνατζερ ράγκμπι» (σ.σ: ήξερε κανείς να υπάρχει στην Ελλάδα τέτοια επαγγελματική ειδικότητα;) τον «Κώστα τον μισθοφόρο»(σ.σ: δεύτερη υποσημείωση: σαν τους παληούς αγώνες κατς στον τάφο του Ινδού στη Λεωφόρο δεν σας ακούγεται κι εσάς τους παλαιό(π)τερους;), τον "μοβόρο Τσάνγκ" τον...Κινέζο από τη Σαλονίκη που μισεί θανάσιμα την εκνευριστική Ελισάβετ, σκηνοθετούμε θεαματικές κόντρες και πάνω στην πλάκα μας, ταυτιζόμαστε άμα λάχει και με καμιά παίκτρια ή κάναν παίχτη από τους «Μαχητές», όπως ο «τρελός Κύπριος, Μάριος», κόντρα στους παγκοσμίως άγνωστους "Διάσημους" και εν γένει διασκεδάζουμε απίστευτα με αυτήν την πινακοθήκη χαρακτήρων που όλοι θέλουν τα λεφτά, αλλά δεν το λένε κι είναι μές΄ την ίντριγκα και τον δοσιλογισμό. Πολύ περισσότερο που δεν αξίζουν κανέναν οίκτο, αφού πήγαν εκεί οικειοθελώς και τώρα μυξοκλαίνε όπως ο "Σπαλ", (Σπαλιάρας) και άλλοι, που δηλώνουν ότι πήγαν μέχρι τον Άγιο Δομήνικο για να ξεχάσουν το θάνατο του πατέρα τους, αγαπάνε τα παιδάκια τους ή γουστάρουν τις προκλήσεις και άλλα τέτοια γενικώς υψηλά κίνητρα.
Λες και στη ζωή συμβαίνει κάπως αλλοιώς. Θαρρείς και κάμποσοι διπλανοί στη δουλειά ή στην πολυκατοικία που γλείφουνε και έρπουν το κάνουν με άλλον τρόπο. Απλώς εκεί το βλέπεις μπροστά σου, με την διαφορά ότι αντί να το σιχαίνεσαι, το περιγελάς. Τουλάχιστον είναι αυθεντικό. Στην κανονική ζωή, μεσολαβεί η υποκρισία των σχέσεων...
«Απορώ! Ποιος μπορεί να θέλει να βλέπει νέους ημίγυμνους και ημίγυμνες με μυς και σωστές καμπύλες φόρα παρτίδα να τρέχουν, να χοροπηδούν, να περνούν εμπόδια, να κολυμπούν, να σημαδεύουν, να στριμώχνονται, να ανεβοκατεβαίνουν σχοινιά, να δείχνουν τη δύναμη και την αδυναμία τους;» ξανα-αναρωτιέται η συμπαθής δημοσιογράφος. Εμείς φυσικά!
«Ποιος μπορεί να θαυμάζει τις καμπύλες και τους μυς που εκείνοι έκαναν τόσον κόπο να αποκτήσουν; Ποιος μπορεί να θέλει να έχει τέτοιες καμπύλες και τέτοιους μυς;», Ε, πάλι εμείς! Που όταν γυρνάμε κουρασμένοι και με αηδία σπίτι, δεν το ρίχνουμε στον Μπαντιού, όπως θα ήθελε εκείνη…
Συνοψίζοντας: Δεν γνωρίζουν τίποτε για την πλέμπα όσοι γράφουν περιφρονητικά για τις συνήθειές της. Κι ούτε προσπαθούν να την καταλάβουν. Όσο για τις προτάσεις τους… Να κόβεις φλέβες. Οπότε αφήστε μας στην τρέλα μας. Γιατί προς το παρόν, ελλείψει κάτι καλύτερου και όχι του Μπαντιού, προφανώς, ούτε του «Κύκλου με την κιμωλία» του Μπρέχτ που γέμισε την βαθειά επαρχιακή Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης, θα βλέπουμε Survivor.
Κι όχι επειδή, δήθεν «αυτά θέλει ο λαός». Στην παληά Σοβιετία, αλλά ακόμα και μετά τον ξεπεσμό της, ακόμα και τώρα, βλέπει κανείς στα μεγάλα μουσικά θέατρα ανθρώπους κάθε ηλικίας, «λαϊκούς», να ακούνε με κατάνυξη Σοστακόβιτς και να βουρκώνουν από αισθητική συγκίνηση.
Γιατί μάθανε ότι η κλασσική μουσική, δεν είναι για να παίζει στα ραδιόφωνα μονάχα όταν πεθαίνει κάποιος επίσημος, όπως συμβαίνει στη χώρα μας, αλλά, όπως έλεγε ο Πλάτων Γαλάτης, αυτή η ανυπέρβλητη φυσιογνωμία που όργωνε την Δυτική Μακεδονία και όχι μόνο, τη δεκαετία του ΄80, δίνοντας δωρεάν ρεσιτάλ κλασσικής κιθάρας με Albeniz, Fernando Sor και Francisco Tarrega, ήταν η κλασσική μουσική, η λαϊκή μουσική της εποχής της. «Ο τρόπος που μιλάμε με τον Θεό». Αν το δείξεις με κάποιον ευγενικό τρόπο και συστηματικά, είναι σίγουρο ότι θα θέλει να τον μάθει κι η πλέμπα...
Γιώργος Χατζηδημητρίου