Για μένα ήταν πολλά περισσότερα από ένας «Έλληνας Μπουκόφσκι» και μάλλον ήταν πιο κοντά στον Κέρουακ. Ίσως επειδή ο πρώτος, μιλούσε με την αηδία κάποιας ξεπεσμένης πουτάνας, για μια παρακμή που δεν μπορούσα τότε να πλησιάσω, ίσως γιατί ατύχησε στη μετάφραση, κι από κάποιο σημείο και μετά ήταν σαν να μπαινόβγαινες στάσιμος στην ίδια πάντοτε ιστορία.
Ενώ οι ήρωες του Σουρούνη… Στην ατμόσφαιρα που έστηνε όλα ήταν πιο οικεία. Από τους γκασταρμπάϊτερ στα «Μερόνυχτα Φρανκφούρτης» και τους «Συμπαίχτες», μέχρι τον Γκας τον γκάνκστερ κι όλους τους άλλους, ο κυνισμός τους στάζει ανθρωπιά κι απελπισμένη τρυφερότητα. Ναυάγια και αξιοπρεπείς αλήτες, κλυδωνίζονται χυμώδεις και αθυρόστομοι μέσα σε έναν ανελέητο ανδρικό κόσμο, όπου καραδοκεί το συναπάντημα με το γελοίο, διασώζοντας πολύ συχνά, μέσα στην ωμότητα των πραγμάτων, έναν σκληρό πυρήνα αθωότητας.
Όχι πως κι ο ίδιος γλύτωσε βέβαια, απ΄ τα δίχτυα της μανιέρας. Ούτε και θα υποστηρίξει κανείς ότι σφράγισε με συγκλονιστικό τρόπο το πέρασμά του από τα ελληνικά γράμματα. Ήταν όμως τίμιος, γήινος και αυθεντικά βιωματικός. Έγραφε γι΄ αυτά που έζησε κι ήξερε. Κι αυτό που είχε να δώσει το έδινε μετρημένα και καλαίσθητα, αποφεύγοντας την άσκοπη χρήση επιθέτων. Η μεταφορά της καθημερινής γλώσσας στο χαρτί, δεν γίνεται μηχανικά, χωρίς μέριμνα… Ο φίλεργος Σουρούνης φώτισε με μαεστρία και φιλότιμο, έναν παράπλευρο κόσμο για τον οποίον δεν χαλαλίζει κανείς δεύτερο βλέμμα.
Πολύ συχνά μάλιστα, με απροσδόκητες και αιφνίδιες επινοήσεις που ήταν φως φανάρι ότι αντλούσε από προσωπικές περιπέτειες και εμπειρίες, αυτός ο ταξιδιάρης και πολύπλαγκτος άνθρωπος που έκανε στα νιάτα του, όλες τις δουλειές του πλανήτη: από ναυτικός στα ποντοπόρα πλοία, μέχρι επαγγελματίας παίχτης στα καζίνα.
Ήρωας κι αντιήρωας στα βιβλία του, ήταν ο ίδιος. Γι΄ αυτό και τα λόγια του, είχαν την αξία δόγματος. Όταν λέει ο Σουρούνης πως στη ρουλέτα και τις γυναίκες μόνο σε ένα νούμερο μπορείς να ποντάρεις, χάνοντας ή κερδίζοντάς τα όλα, σε έχει ήδη πείσει πως δε γίνεται αλλοιώς. Ένας περιπλανώμενος συγγραφέας που αιχμαλωτίστηκε για καιρό, στα ακριβοπληρωμένα θέλγητρα της πρωτεύουσας, κηδεύτηκε πριν από λίγες ώρες σήμερα στο χώμα της Σαλονίκης.
Ξέροντας, από διαίσθηση κατά βάθος, ότι έζησε όπως γούσταρε, δεν το πήρα κατάκαρδα.
Γέμισα ένα ποτήρι κι ευχήθηκα καλό κατευόδιο, όπως ίσως θα΄ κανε κι εκείνος για κάποιον μακρυνό και χαμένο φίλο που έτυχε και δεν ξανασυναντηθήκαν ποτέ.
Γιώργος Χατζηδημητρίου