Η ιστορία ξεκινά τον Απρίλιο του 2012, όταν ο κ. Haidara επέστρεψε στο σπίτι του από ένα επαγγελματικό ταξίδι κι έμαθε πως ο αδύναμος στρατός του Μαλί είχε καταρρεύσει και ότι περίπου 1.000 ισλαμιστές μαχητές προερχόμενοι από ένα από τα αφρικανικά παρακλάδια της Αλ Κάιντα είχαν καταλάβει την πόλη του. Συνάντησε λεηλασίες, πυροβολισμούς και μαύρες σημαίες υψωμένες σε κυβερνητικά κτίρια και φοβήθηκε πως οι δεκάδες βιβλιοθήκες και θησαυροφυλάκια εκατοντάδων χιλιάδων σπάνιων αραβικών χειρόγραφων θα λεηλατούνταν.
Η ιδιωτική συλλογή του κ. Haidara περιλαμβάνει ένα μικρό, ακανόνιστου σχήματος κοράνι του 12ου αιώνα, γραμμένο πάνω σε περγαμηνή φτιαγμένη από αποξηραμένο δέρμα ψαριού, που αστράφτει με τα φωτεινά μπλε αραβικά γράμματα και σταλαγματιές από χρυσάφι. Η συλλογή του περιλαμβάνει επίσης πολλούς κοσμικούς τόμους: χειρόγραφα με θέματα από την αστρονομία, την ποίηση, τα μαθηματικά, απόκρυφες επιστήμες και ιατρική, όπως π.χ. έναν τόμο 254 σελίδων με θέμα τη χειρουργική και ελιξίρια προερχόμενα από πουλιά, σαύρες και φυτά, γραμμένο στο Τιμπουκτού το 1684. «Πολλά από τα χειρόγραφα φανερώνουν πως το Ισλάμ είναι θρησκεία της ανεκτικότητας» μου είπε.
Ο κ. Haidara γνώριζε ότι πολλές από τις εργασίες στα θησαυροφυλάκια αυτά της πόλης ήταν αρχαία παραδείγματα τεκμηριωμένων πραγματειών και πνευματικής έρευνας που οι τζιχαντιστές, με την ακρότητά τους και τις ιδιαίτερες απόψεις του Ισλάμ, ήθελαν να καταστρέψουν. Τα χειρόγραφα, σκέφτηκε, θα γίνονταν αναπόφευκτα ένας στόχος.
Λίγες μέρες μετά που άρχισε η κατάκτηση των τζιχαντιστών, ο κ. Haidara, που εργαζόταν ως κανονικός συντηρητής βιβλίων, αρχειοφύλακας και διαχειριστής χρημάτων, συναντήθηκε με τους συναδέλφους του στο γραφείο της οργάνωσης της βιβλιοθήκης του Τιμπουκτού, την οποία είχε ιδρύσει πριν από 15 χρόνια. «Πιστεύω πως πρέπει να φυγαδεύσουμε τα χειρόγραφα από τα μεγάλα κτίρια και να τα σκορπίσουμε στην πόλη σε συγκεκριμένα σπίτια» τους είπε, όπως μου είπε δυο χρόνια αργότερα. «Δεν θέλουμε να βρουν τις συλλογές των χειρόγραφων και να τις κλέψουν ή να τις καταστρέψουν».
Πριν από μήνες, κάποιο ίδρυμα του εξωτερικού είχε δώσει στον κ. Ηaidara 12.000 δολάρια για να σπουδάσει αγγλικά στην Οξφόρδη το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 2012. Τα χρήματα υπήρχαν σε κάποιον λογαριασμό. Έγραψε, λοιπόν, στο ίδρυμα και ζήτησε εξουσιοδότηση να διατεθούν τα χρήματα στην προστασία των χειρόγραφων από τα χέρια των τζιχαντιστών κατακτητών. Τα χρήματα απελευθερώθηκαν σε τρεις μέρες. Ο κ. Haidara επιστράτευσε τον ανιψιό του και οι δυο τους ήρθαν σ’ επαφή με αρχειοφύλακες, γραμματείς, ξεναγούς στο Τιμπουκτού και μισή ντουζίνα συγγενείς του κ. Haidara.
Το αποτέλεσμα: Αγόρασαν μεταλλικές και ξύλινες κασέλες περίπου 50 με 80 την ημέρα, έφτιαξαν περισσότερα δοχεία από βαρέλια πετρελαίου και εντόπισαν ασφαλή σπίτια γύρω από την πόλη και πιο πέρα από αυτήν. Οργάνωσαν έναν μικρό στρατό από συσκευαστές που δούλευαν σιωπηλά μες στο σκοτάδι και κανόνισαν να μεταφερθούν τα μπαούλα με γαϊδούρια στις κρυψώνες τους.
Στη διάρκεια της διαδικασίας, που κράτησε 8 μήνες, η επιχείρηση έφτασε να περιλαμβάνει εκατοντάδες συσκευαστές, οδηγούς και μεταφορείς. Όλοι αυτοί φυγάδευσαν τα χειρόγραφα έξω από το Τιμπουκτού μέσω του δρόμου, αλλά και του ποταμού, παρά τους ελέγχους των τζιχαντιστών και την παρουσία, στο κυβερνητικό έδαφος, ύποπτων στρατιωτών από το Μαλί. Έτσι, την ώρα που γαλλικές δυνάμεις εισέβαλαν από τον βορρά τον Ιανουάριο του 2013, οι εξτρεμιστές κατάφεραν να καταστρέψουν μόνο 4.000 από τα σχεδόν 400.000 αρχαία χειρόγραφα του Τιμπουκτού. «Αν δεν είχαμε δράσει, είμαι σχεδόν 100% βέβαιος πως πολλά, πολλά ακόμη χειρόγραφα θα είχαν καεί», μου είπε ο κ. Haidara αργότερα.
Άρθρο του Joshua Hammer που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Wall Street Journal στις 15/4/2016, σε διασκευή της Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, για την εξαιρετική εβδομαδιαία εφημερίδα ΟΔΟΣ της Καστοριάς.